6 Δεκεμβρίου, 2024

Πνίγομαι αδερφέ μου… Πως αλλιώς να σου το πω, για να με νιώσεις?

0

από τον Γιώργη Ραπτάκη

Πλαντώ αδερφέ μου. Κρούβγομαι, πνίγομαι! Πως να σου το δώσω να το νιώσεις, με τα όσα γροικώ και θωρώ πως γίνουντε στο κόσμο?

Δε κατέχω ίντα εγίνουντο στο κόσμο, το παλιό καιρό, μήτε το καιρό απού ‘μουνε κοπέλι, εκειά στον Αγιασμένο τόπο τση ερημιάς του μετοχιού μας…. Γιατί… (κοντά στο νου κι η γνώση) δεν είχαμε… τηλεόραση! Κι ετσά, ο κόσμος μου ήτονε, ότι θωρούσανε τα μάθια μου.

Μα… έλα σου ‘δα που, όπως κι εσύ, όπως και όλοι οι αθρώποι, ετσά κι εγώ…. εμεγάλωσα! Κι είχα καλιά μου λόγω τιμής, να πόμενα κοπέλι. Ναι! Εκειά στη καλύβα μας, με το πλεχτό καλάμι και το νάυλον ή κι ας ήτονε στο μετόχι μας το χτιστό, που εκρέμουνταν στα μεσοδόκια του το λουξ και στο τοίχο η λάμπα του πετρελαίου, να μου φέγγει να διαβάζω το “Πατούχα” του μπάρμπα Κονδυλάκη… Που το είχα βρισμένο στο δρόμο, πεταμένο μια μέρα που ‘βρεχε στο γυμνάσιο τση Βιάννου. Να τονε διαβάζω και με τη φαντασία μου, να κάνω κι εγώ τσι “κουζουλάδες” τση νιότης του.

Χίλιες φορές καλιά ‘τονε τοτεσάς, παρά εδά, που γροικώ και λένε για… “τραμπούκους”, για “νταΐδες”, για “ΓΥΝΑΙΚΟΚΤΟΝΊΕΣ!” Εμείς, στο χωριό μου, είχαμε ένα μπάρμπα (που θαρρώ πως ζει ακόμη, πάνω από 90 χρονώ) και τονε λέγανε “Νταή”, γιατί συνέχεια ήκανε τον άντρα στσι Γερμανούς και συνέχεια ήτρωγε ξύλο. Κι ετσά, μόνο το παρατσούκλι του πόμεινε. Ήλεγα, να μη μιλήσω… Μα… δε μ’ αφήνει ο σκούλικας που πιλατεύγει τη κεφαλή μου.

Δε θυμούμαι, άνθρωπο να περάσει από το μετόχι μας και να μη του ‘χει η μάνα μου στρωμένο τραπέζι. Ένα μεροκάματο που ‘κανε ο κύρης μου, το ‘βανε στο σπίτι να μη λειφτεί πράμα! Να ‘χει να μας ανεθρέψει, να ‘χει το καφέ, το κρασί, τη ρακή, τη…. βανίλια το υποβρύχιο, τα λουκούμια και τσι καραμέλες… Ότι δηλαδή, εμπόρειε να διατηρήσει, που δεν ήθελε ψυγείο. Και τσι “γλυκασές” τσι ‘χωνε, γιατί….”Ανέ φανεί μωρέ, ένας άθρωπος, να ‘χω να τονε τρατάρω”.

Όχι πως τα υστερούμαστε τα καλολοΐδια εμείς τα κοπέλια, μα…. αν ήθελ’ ‘α πέσουνε στα χέρια μας μαζεμένα, την ώρα δεν εβγάνανε! Κι ακόμη θυμούμαι τη κουβέντα τση μάνας μου να λέει… “Ε! Παναγία μου αντολιασμό! Ίντα θα κεράσω εδά ανέ μου τύχει πράμα μουσαφίρης?” Κι ετσά, συγκεκριμένες ώρες μας τα μοίραζε για να ‘χει και…. καβάτζα! Πάντα λοιπόν, με το μέτρο.

Και δε θυμούμαι μια φορά! να φωνάξει ο κύρης μου τη μάνα μου “μπρε ‘συ”, ας πούμε… Ποτέ! δεν την είπε “Γυναίκα” σκέτο. Πάντα, με τ όνομα τση την αποκαλούσε… “Ε Κλεάνθη”… Είχε όνομα! Δεν τη θεωρούσε κατώτερη του. Δεν ήτανε “χτήμα” του. Ήτανε η σύντροφος, το ταίρι, η μάνα τω παιδιώ του. Και τη σεβότανε και τη πίστευε και το ‘δειχνε! Κι άμα ήθελ’ ‘α τη συστήσει ποθές, το ‘κανε ολόκληρο!…. “Η γυναίκα μου, η Κλεάνθη!” Το ίδιο και η μάνα μου. “Ε Γιάννη!” Τον αποκαλούσε… “Ο άντρας μου ο Γιάννης!” τονε σύστηνε.

Άμα καμιά φορά, εβγαίναμε στο χωριό από το μετόχι, είτε να δούμε τη γιαγιά μου, είτε να περάσομε τσι “σκόλες”, επήγαινε και στο καφενείο… (Ο κύρης μου) “Ν’ ακούσει πράμα ψευτιά”… Δεν ήτανε του καφενείου….. Σπάνια πήγαινε, να μην αφήσει μοναχή τη μάνα μου. Κι οι χωριανοί, με το χαμόγελο τονε καλωσορίζανε και φωνάζανε το γνωστό…. “Κέρασε τονε!” Και ποτέ! το κέρασμα δε το ‘πινε αμοναχός του… Η λεμονάδα του άρεσε… Και πάντα! στο σπίτι την ήφερνε να….. τη μοιραστεί με τη μάνα μου!

Την εποχή, που ο μπάρμπας μου ο “Τριόροφος” είχε καφενείο και μπακάλικο στον ίδιο χώρο…. Κι άμα η μάνα μου ήθελ’ ‘α “λειφτεί” πράμα και να λείπει ο κύρης μου στο μεροκάματο, επήγαινε ως τη πόρτα κι όλοι οι θαμώνες χωριανοί μ’ ένα στόμα ελέγανε… “Κέρασε μου τη κερα Κλεάνθη ότι θέλει”. Κι άμα σου πω….. (κι ας γελάσεις). Εντρέπουνταν να κάτσει στην αντροπαρέα και να λείπει ο κύρης μου κι έλεγε ευγενικά….. “Ευχαριστώ, απ’ όλα έχω, μα … ένα καρόλι κλωστή ελείφτηκα”. Ε… Και το “καρόλι τη κλωστή” εκερνούσανε! Οι Άντρες! με τα αγνά αιστήματα!

Ναι μωρ’ αδερφέ μου…. Ετούτο να το κόσμο ήθελα. Να κερνώ το καρόλι τση γυναίκας , που θέλει ν’ ανεράψει τα ρούχα τω κοπελιώ, “να μην είναι εγδυμνά”. Να θωρώ το ξένο, το μουσαφίρη,το ΤΟΥΡΊΣΤΑ! και στο πρόσωπο του, να ‘ναι ο Χριστός ο ίδιος, που διψά κι έρχεται να πιει νερό από το σταμνί μου, με το δροσερό νερό…. Και να δοξάζω το Θεό, που γελώ, μιλώ, αγαπώ, αναπνέω. Κι ας μην έχω πραμ’ άλλο, παρά μόνο το νερό στο σταμνί. Να μην έχω τη λύσσα να φάω τσ’ άλλους αθρώπους!

Μα δε μπορώ….

Κι όλο πλαντώ, κρούβγομαι, πνίγομαι αδερφέ μου… Πως αλλιώς να σου το πω, για να με νιώσεις?

About Author

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *