Μιχάλης Στρατάκης: Ιστορίες μόνο για έναν!
από τον Μιχάλη Στρατάκη

Δυο φορές σ’ ολόκληρη τη ζήση μου, έφτασα στη βρύση μα σταλιά νερό δεν ήπια. Κι ας ήμουνε κορακιασμένος από τη δίψα, κι ας εθώρουνα το νερό να τρέχει ποταμός ομπρός μου και να χάνεται στους καταπότες.
Η πρώτη φορά, ήτανε σε μια σουίτα του ”Μακεδονία Πάλας” στη Σαλονίκη, όπου διέμενε ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής. Όποτε επήγαινε στη Σαλονίκη, δεν επάθιε το πόδι του στο Παλατάκι, μα μόνιμα στο μεγάλο ξενοδοχείο της νέας παραλίας εξώμενε.
Ο ίδιος μου ‘χε τηλεφωνήσει και μου ‘πε πως ήθελε να με δει, για να κουβεντιάσουμε. Επήγα, εκάτσαμε και τα λέγαμε (δηλαδή εκείνος εμίλιε κι εγώ εγροίκουνα) παραπάνω από μια ώρα. Όσο μου μίλιε, τόσο πλιό ψηλά επέτουνα στον ουρανό, σκεφτόμενος πως την άλλη μέρα που θα δημοσίευα στην εφημερίδα μου, τη ”Θεσσαλονίκη” τα όσα άκουσα, θα γινότανε χαμός και χαλασμός κόσμου.
Ποτέ μου δεν εκατάλαβα, ακόμη και σήμερο δεν έχω καταλάβει, γιατί μου είχε μιλήσει τόσο ανοιχτά, για τόσα θέματα εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής που εκαίγανε. Μου φαινότανε πως μου άνοιγε την καρδιά του και με προσκαλούσε να μπω μέσα της. Ο Καραμανλής εμίλιε κι εγώ ουρανοπετούσα.
Μέχρι την ώρα που η κουβέντα μας ετέλεψε. Με συνόδεψε ίσαμε την πόρτα κι εκεί μου ‘ριξε τη μεγαλύτερη κατραπακιά που μου ‘χει ρίξει άθρωπος. ”Απ’ όσα σου ‘πα, ούτε συλλαβή δεν θα δημοσιεύσεις. Τα ξεχνάς όλα” μου ‘πε κι αιστάνθηκα τον κόσμο να κάνει κουλουμούντρες.
Τα ξέχασα. Μήτε συλλαβή ποτέ δεν εδημοσίεψα, μήτε και είπα σε κανέναν για κείνα που ‘χα ακούσει. Κι ας κορίζαινα από τη δίψα κι ας εθώρουνα το νερό να τρέχει γάργαρο μπρος στα μάθια μου. Γιατί, ετσά ‘τανε η Δημοσιογραφία τότες, ετσά τανε και οι Δημοσιογράφοι.
Η δεύτερη φορά απού έφτασα στη βρύση, κοριζασμένος, μα σταλιά νερό δεν ήπια, ήτανε όταν, κυνηγώντας ιστορίες του παλιού καιρού και των παλαιινών αθρώπων της Κρήτης, έπεσα απάνω σε μια συγκλονιστική ιστορία. Μου τη δηγήθηκε ένας αδερφικός φίλος και, με δυό λόγια είναι ετούτη:
Ένα ντελικανιδάκι και μια κοπελούδα αγαπηθήκανε. Η μοίρα τους, όμως, δεν ήθελε να τση κάνει ταίρι. Ο ντελικανής επαντρεύτηκε άλλη κοπελούδα και η αγαπημένη του, επήγε και εκλείστηκε σε μοναστήρι, με τον όρκο να μη βγει ποτές της από την πόρτα του. Επεράσανε τα χρόνια, εγεράσανε κι οι δυό, ο ντελικανής εχήρεψε και ο θάνατος τση γυναίκας του λες και του ‘σπασε τσ’ αλυσσίδες απού τον κρατούσανε δεμένο στη δυστυχία. Επήγε στο μοναστήρι, όπου εκάτεχε πως ήτανε καλόγρια η κοπελιά της καρδιάς του.
Μόλις την είδε, την εγνώρισε, κι ας είχανε περάσει πενήντα χρόνια. Κι αυτή, μόλις τον είδε τον εγνώρισε. Δεν εμιλήσανε, παρά μόνο εκοιταχτήκανε. Αυτό το κοίταγμα έφτανε για να ξαναφουντώσει μέσα τους η φωθιά των νιάτων του. Κι αυτό το κοίταγμα, έφτασε για να κάμει την καλόγρια ν’ αφήσει το μοναστήρι και να ξαναγενεί η κοπελούδα που τσαλαπατήθηκε από τη μοίρα της, πρίχου μισόν αιώνα.
Όσο εγροίκουνα την ιστορία, το μυαλό μου έπλαθε το ζυμάρι απού θα γινότανε το πλιό αγαπημένο γραφτό μου. Μα λίγο εκράτησε η ευτυχία μου. Σαν ο φίλος μου ετέλεψε την ιστόρηση του, μου δωσε τη δεύτερη κατραπακιά. ”Σε όρκο σε βάνω, μη δημοσιέψεις ονόματα, χωριά ή πράμα άλλο που θα μπορούσε να μαρτυρήσει αθρώπους και οικογένειες. Πες πως σου πα ένα παραμύθι και πράμα άλλο”.
Με ισοπέδωσε. Μου κατάστρεψε το καλύτερο γραφτό μου, πριν γράψω την πρώτη λέξη. Ούτε πρόκειται να γράψω, γιατί σε όρκο εμπήκα.
Αυτές οι δυο ιστορίες, και τα όσα δεν μολογώ, βρίσκονται μέσα μου. Είναι δυο βιβλία που γράφτηκαν μόνο για έναν αναγνώστη. Γιαυτόν που τα ΄γραψε.