29 Μαρτίου, 2024

Πάμπλο Νερούδα: Ο Πικάσο της Ποίησης

0

Χιλιανός ποιητής και διπλωμάτης, ο πιο πολυδιαβασμένος ισπανόφωνος ποιητής.
Τιμήθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας, ενώ ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη.

Ο χιλιανός ποιητής και διπλωμάτης Πάμπλο Νερούδα (Pablo Neruda) είναι ο πιο πολυδιαβασμένος ισπανόφωνος ποιητής, με έργο μεγάλων διαστάσεων, τόσο σε όγκο όσο και σε ποιότητα. Το 1971 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, δύο χρόνια μετά τον ομότεχνο και συνάδελφό του στη διπλωματία Γιώργο Σεφέρη. Στη χώρα μας έγινε ευρύτερα γνωστός στα μέσα της δεκαετίας του ‘70, όχι μόνο για τους πολιτικούς του αγώνες μέσα από τις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος Χιλής, αλλά και από τη μελοποίηση ποιημάτων του από τον Μίκη Θεοδωράκη.

Στο έργο του, ο Πάμπλο Νερούντα ύμνησε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την ελευθερία και τον έρωτα. Δύο από τις σπουδαιότερες ποιητικές του συνθέσεις είναι τα μελαγχολικά «20 ερωτικά ποιήματα και ένα τραγούδι απελπισμένο» και το επικών διαστάσεων «Γενικό Άσμα» ή «Κάντο Χενεράλ» («Canto General»), όπως είναι γνωστότερο, που αποτελείται από 340 επί μέρους ποιήματα. Η κριτική αποκάλεσε τον Πάμπλο Νερούντα «Πικάσο της Ποίησης», υπαινισσόμενη την πρωτεϊκή του ικανότητα να βρίσκεται πάντα στην εμπροσθοφυλακή της πρωτοπορίας.

Τα πρώτα χρόνια

Ο Ρικάρντο Ελιέσερ Νεφταλί Ρέγιες Μπασοάλτο, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 12 Ιουλίου 1904 στην κωμόπολη Μπαρά της κεντρικής Χιλής. Ήταν γιος του σιδηροδρομικού Χοσέ δελ Κάρμεν Ρέγιες Mοράλες και της δασκάλας Ρόζας Νεφταλί Μπασοάλτο Οπάσο. Η μητέρα του πέθανε ένα μήνα μετά τη γέννησή του και ύστερα από δυο χρόνια η οικογένειά του μετακόμισε στο Τεμούκο της νότιας Χιλής, όπου ο πατέρας του παντρεύτηκε για δεύτερη φορά. Ο μικρός Ρικάρντο αγάπησε τη μητριά του σαν πραγματική μητέρα. «Σ’ αυτή την παραμεθόρια περιοχή είδα το φως της ζωής, της πατρίδας, της ποίησης και της βροχής», έγραφε αργότερα..

Από τα 10 του χρόνια άρχισε να γράφει ποιήματα και στα 12 του γνώρισε τη διάσημη χιλιανή ποιήτρια Γκαμπριέλα Μιστράλ (βραβευμένη με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1945), η οποία τον έφερε σ’ επαφή με τα κείμενα των μεγάλων κλασικών συγγραφέων κι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα ενασχόλησή του με την ποίηση. Το 1921, μετά την αποφοίτησή του από το Λύκειο, μετακόμισε στην πρωτεύουσα Σαντιάγο για να σπουδάσει γαλλική φιλολογία, αλλά κατέληξε να αφιερώνει τον περισσότερο χρόνο του στην ποίηση παρά στις σπουδές του. Στα τέλη του ίδιου χρόνου κέρδισε το πρώτο βραβείο σε φοιτητικό διαγωνισμό ποίησης και το 1923 εξέδωσε ιδίοις αναλώμασιν την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Crepusculario» («Λυκόφως»).

Τον επόμενο χρόνο βρήκε εκδότη για την ποιητική συλλογή του «Είκοσι ερωτικά ποιήματα και ένα απελπισμένο τραγούδι» («Veinte poemas de amor y una cancion desesperada»), που επρόκειτο να γίνει πλατιά γνωστό. To έργο αυτό είχε άμεση επιτυχία και διατήρησε τη δημοτικότητά του στο πέρασμα του χρόνου. Ο ίδιος ο Νερούδα έμεινε έκπληκτος που τα ποιήματα αυτά, γραμμένα με τόσο πόνο, έφεραν παρηγοριά σε ερωτευμένους. «Με κάποιο θαύμα, που δεν καταλαβαίνω, αυτό το βασανισμένο βιβλίο άνοιξε τον δρόμο της ευτυχίας για πολλούς, πολλούς ανθρώπους».

Το ψευδώνυμο Πάμπλο Νερούδα

Την εποχή εκείνη άρχισε να χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Πάμπλο Νερούδα (που αργότερα υιοθέτησε ως νόμιμο ονοματεπώνυμο), προκειμένου ν’ αποφύγει τις επικρίσεις του πατέρα του για την ενασχόλησή του με την ποίηση. Πιστεύεται ότι προήλθε από τον τσέχο ποιητή Γιαν Νερούντα (1834-1891) ή από την τσέχα βιολονίστρια Βίλμα Νερούντα (1838-1911), που εμφανίζεται στο μυθιστόρημα του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ «Σπουδή στο κόκκινο».

Όντας πλέον ένας από τους πιο γνωστούς ποιητές της Χιλής, ο Πάμπλο Νερούδα αποφάσισε να εγκαταλείψει τις σπουδές του και ν’ αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην ποίηση. Το 1927 εισήλθε στο διπλωματικό σώμα και ανέλαβε πρόξενος της Χιλής στη Ρανγκούν της Βιρμανίας. Από τη Ρανγκούν μετατέθηκε στο Κολόμπο της Κεϋλάνης (σημερινή Σρι Λάνκα), στη συνέχεια στην Τζακάρτα των Ολλανδικών Ανατολικών Ινδιών (σημερινής Ινδονησίας), όπου παντρεύτηκε την πρώτη του γυναίκα, την ολλανδέζα Μαρία Αντονιέτα Χάχεναρ και κατέληξε στη Σιγκαπούρη, όπου ολοκλήρωσε τη διπλωματική του θητεία στην Ασία.

Το 1933 ανέλαβε πρόξενος της Χιλής στο Μπουένος Άιρες, όπου γνωρίστηκε με τον ισπανό ομότεχνό του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Τον επόμενο χρόνο μετατέθηκε στη Βαρκελώνη κι έπειτα στη Μαδρίτη, όπου τέλεσε τον δεύτερο γάμο του, με την αργεντινή ζωγράφο Ντέλια ντελ Καρίλ. Ο Νερούδα έτυχε θερμής υποδοχής από την ισπανική διανόηση και το έργο του άρχισε να γίνεται γνωστό και στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Αυτά τα χρόνια της ποιητικής του εξέλιξης διέκοψε αιφνίδια η έκρηξη τού Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου το 1936. Η εκτέλεση του Γκαρθία Λόρκα, η φυλάκιση του διακεκριμένου ποιητή Μιγκέλ Ερνάντεθ, το «αίμα στους δρόμους», όλα αυτά, συνέβαλαν στο να ωριμάσουν οι πολιτικές θέσεις του. Έτσι, έγραψε τότε: «Ο κόσμος άλλαξε, και η ποίησή μου έχει αλλάξει. Μία σταγόνα αίματος που χύνεται πάνω σ’ αυτές τις γραμμές θα παραμείνει μέσα τους ζωντανή, ανεξίτηλη σαν την αγάπη». Έγραψε το «Ισπανία στην καρδιά» («Espana en el corazon») που κυκλοφόρησε κατά τη διάρκεια τού Εμφυλίου Πολέμου στις πρώτες γραμμές του δημοκρατικού στρατοπέδου.

Το Μεξικό και η επιστροφή στη Χιλή

Ο Νερούδα επέστρεψε στη Χιλή το 1938 με μια ομάδα ισπανών πολιτικών προσφύγων. Λίγο αργότερα, η κυβέρνησή του τον έστειλε στο Μεξικό, όπου έζησε μία φάση εντατικής ποιητικής παραγωγής, ένα μεγάλο μέρος της οποίας καθόρισε ή ενέπνευσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ευρώπη και ιδιαίτερα η ηρωική αντίσταση του Λένινγκραντ στη γερμανική επίθεση. Την ίδια εποχή η ποίησή του επηρεάστηκε επίσης από μεξικανικές τοιχογραφίες.

Το 1943 επέστρεψε στη Χιλή και δύο χρόνια αργότερα εξελέγη γερουσιαστής με το Κομμουνιστικό Κόμμα. Η πολιτική του δραστηριότητα, ωστόσο, σταμάτησε όταν η κυβέρνηση της Χιλής, που συμπεριλάμβανε στις τάξεις και κομμουνιστές, έκανε στροφή προς τα δεξιά κι έθεσε εκτός νόμου το Κομμουνιστικό Κόμμα. Έτσι, ο κομμουνιστής Νερούδα, αναγκάστηκε μαζί με άλλους αριστερούς να κρυφτεί.

Τον Φεβρουάριο του 1948 έφυγε από τη Χιλή, διασχίζοντας με άλογο το
νότιο τμήμα των Άνδεων και τον Απρίλιο παρευρέθηκε στο Συνέδριο
για την Ειρήνη στο Παρίσι. Τον Ιούνιο του 1949 επισκέφθηκε τη Σοβιετική
Ένωση για να παρευρεθεί στην 150ή επέτειο της γέννησης του Πούσκιν. Στη συνέχεια επισκέφθηκε και άλλες ευρωπαϊκές χώρες και για άλλη μια φορά το Μεξικό.

Τα χρόνια που έζησε στην εξορία αποδείχθηκαν αποδοτικά για το
λογοτεχνικό του έργο. Έγραψε το «Γενικό άσμα» («Canto General», 1950), ένα από τα σπουδαιότερα επικά ποιήματα που γράφτηκαν στην Αμερικανική ήπειρο. Είναι ένα έργο για τη Λατινική Αμερική, τους ανθρώπους της, την ιστορία της και το πεπρωμένο της, που διακρίνεται για τη δύναμη του λυρικού στίχου και την πρωτοτυπία της λυρικής του γλώσσας

Όταν το 1952 ανακλήθηκαν τα εντάλματα για σύλληψη αριστερών συγγραφέων και πολιτικών προσωπικοτήτων, ο Νερούδα επέστρεψε στη Χιλή και τον επόμενο χρόνο τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν στη Μόσχα. Τόπος μόνιμης διαμονής του έγινε η Ίσλα Νέγρα (παραθαλάσσιο θέρετρο στον Ειρηνικό), ωστόσο ταξίδευε διαρκώς και ανάμεσα στις χώρες που επισκέφθηκε ήταν η Κούβα το 1960 και οι ΗΠΑ το 1966. Εκεί σε μία συνέντευξή του αποκάλυψε ότι τη μεγαλύτερη επιρροή στο έργο του άσκησε ο αμερικανός ποιητής Γουόλτ Γουίτμαν. «Εγώ, ένας ποιητής που γράφω στα Ισπανικά, έμαθα περισσότερα από τον Γουίτμαν παρά από τον Θερβάντες» είχε δηλώσει. Εκείνα τα χρόνια παντρεύτηκε, για τρίτη φορά, τη χιλιανή τραγουδίστρια και συγγραφέα Ματίλντε Ουρούτια.

Η βράβευση με Νόμπελ Λογοτεχνίας

Με την άνοδο του σοσιαλιστή Σαλβαδόρ Αλιέντε στην προεδρία της χώρας του, ο Νερούδα, διορίστηκε πρεσβευτής της Χιλής στη Γαλλία το 1970 και τον επόμενο χρόνο τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το έργο του που «με τη δράση μιας στοιχειώδους δύναμης ζωντανεύει το πεπρωμένο και τα όνειρα μιας ηπείρου».

Ο Πάμπλο Νερούδα δήλωνε: «Θα συνεχίσω να γράφω ένα μεγάλο κυκλικό ποίημα, το οποίο δεν τελείωσε ως τώρα γιατί θα τελειώσει μόνο με τη λέξη της τελευταίας στιγμής της ζωής μου». Αυτή η στιγμή δεν άργησε να έλθει. Ταλαιπωρημένος και καταβεβλημένος από τον καρκίνο, ο σπουδαίος ποιητής, άφησε την τελευταία του πνοή σε κλινική του Σαντιάγο στις 23 Σεπτεμβρίου 1973, δώδεκα ημέρες μετά την επικράτηση της στυγνής δικτατορίας του στρατηγού Αουγκούστο Πινοσέτ και αφού είχε πληροφορηθεί τη δολοφονία του νόμιμου προέδρου της Χιλής και φίλου του Σαλβαδόρ Αλιέντε.

About Author

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *