9 Οκτωβρίου, 2024

Ο Μιχάλης Στρατάκης κι ο Γιώργης Ραπτάκης ανεζητούν την αθρωπιά στα παλαιϊνά

0

από τον Μιχάλη Στρατάκη

Εδιάβασα ένα κείμενο του φίλου μου του Γιώργη Ραπτάκη, για το πώς εζούσανε οι αθρώποι τα παλαιϊνά χρόνια, πώς εγλεντούσανε και πώς εμοιραζότανε τση χαρές, τση λύπες και τα χτυποκάρδια τους, κι εθυμήθηκα μια αθρωπιά, που ο Γιώργης δεν εθυμήθηκε.

Είναι εκείνηνα η αθρωπιά απού δεν εμπόριε να ‘ναι ψεύτικη, προσποιητή και στανικώς τση.

Τση πλιά πολλές φορές, στα σκοτάδια τση νύχτας την εζούσαμε και τηνε μεταλαβαίναμε.

Όταν όλη η παρέα, επειδή δεν είχε ποχορτάσει γλέντι, αποφάσιζε να πάει σύγκορμη και σύψυχη στο κονάκι ενούς φίλου, να ξυπνήσει τη φαμελιά, να καλοκάτσει στο τραπέζι και να ξαναπιάσει από την αρχή το κουβάρι του γλεντιού.

Κι αν δεν την έζησα εκείνηνα την εποχή, απού οι τωρινοί μήτε στ’ όνειρο τους μπορούνε να τηνε ζήσουνε.

Την έζησα στο κονάκι μας, όταν η τσακαλοπαρέα εξυπνούσαμε, μαύρα μεσάνυχτα, τη μάνα μου, την έζησα στα κονάκια των φίλων μου, μα την έζησα και σε κονάκια αγνώστων αθρώπων, που με τη τσίμπλα στο μάτι, μα με το γέλιο στα χείλια και την καρδιά ανοιχτό τριαντάφυλλο, ανοίγανε τη θύρα και την αγκαλιά τους κι εντακιέρνανε να μαγερεύουνε ό,τι είχανε και να κουβαλούνε κανάτες το κρασί.

Εκείνοινα οι παλιοί αθρώποι, όχι μόνο δεν εστραβομουτσουνιάζανε για την απροειδοποίητη εισβολή των γλεντιστάδων στο κονάκι τους, μα τη θεωρούσανε μεγάλη τιμή και βλοητή από το Θεό.

Γιατί, ετότεσας, οι αθρώποι αγαπούσανε τσ’ αθρώπους, όι σαν κι εδά.

Εδά, για να κάμεις μια επίσκεψη, πρέπει να ειδοποιήσεις μια βδομάδα νωρίτερα, και πάλι δεν είσαι σίγουρος πως θα σ’ ανοίξουνε την πόρτα τους.

Θε μου και πώς πεθύμησα εκείνο το «βρισκούμενο» που στρωνότανε στο τραπέζι μας, πώς πεθύμησα να ξαναδώ τση νοικοκύρηδες που άμα εγροικούσανε μαντινάδες και χτύπους στην πόρτα τους καταμεσίς τση νύχτας, το ντελόγο ετρέχανε στον κούμο να πιάσουνε μια όρθα, να τηνε καταστέσουνε και να τηνε βάλουνε στο τσικάλι για τους μουσαφίρηδες του φεγγαριού.

Θε μου και πώς πεθύμησα να ξαναδώ τον αξέχαστο τον πρωτοξάδερφο μου τον Στρατογιάννη, απού τον είχαμε ‘πισκευτεί κι αυτόν νύχτα και ξαφνικά, κι άμα τονε ρώτηξα αν είχε κανά καλό μεζέ, εγέλασε και φώνιαξε «κάτσετε μπρε, μα και πράμα να μην έχω θα σφάξω ένα κοπέλι μου για το χατήρι σας».

Γιώργη Ραπτάκη, σ’ ευχαριστώ που εράισες την κρούστα τση μνήμης μου.

About Author

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μην χάσετε