28 Μαρτίου, 2024

Νίκος Ξυλούρης. Γεια σου αθάνατε Ψαρονίκο!!!

0

Του Κωστή Μουδάτσου

Ένα αφιέρωμα στον «Αρχάγγελο της Κρήτης», Νίκο Ξυλούρη, που “σίγησε” σαν σήμερα, 8 Φεβρουαρίου 1980, νικημένος από τον καρκίνοστα 44 του χρόνια

Μεσημέρι και ο ήλιος έκαιγε τη πέτρα. Παραμονή του πανηγυριού και ο Νίκος έβαλε μπροστά το μοτοσακό. Απόθεσε τη λύρα μπροστά του και πίσω κάθισε ο Γιάννης με το λαούτο στο χέρι. Διέσχισαν τη Πλατιά Στράτα και πέρασαν τη Χανιώπορτα. Προχώρησαν στην Εξηνταδύο Μαρτύρων και βγήκαν στα περίχωρα του Ηρακλείου. Ο Νίκος είχε «τα μάτια του τέσσερα» κι ο Γιάννης μιλούσε για τους μερακλήδες του χωριού. Το γλέντι θα κρατούσε δυο με τρεις μέρες. Μπήκαν στους χωματόδρομους για το χωριό και ο μοτοσακός μούγκριζε σε κάθε στροφή και στις πασπάλες του δρόμου φαλτσάριζε. Ο Νίκος ήταν απασχολημένος με την οδήγηση και μόλις έφερνε το μοτοσακό στα ίσια του αναφωνούσε ενθουσιασμένος. Διέσχιζαν τους τόπους με τα αμπέλια, με τα αγίνωτα σταφύλια και τις ελιές. Στο βάθος τα βουνά κάρφωναν με τα κορφές τους τον ουρανό. Στα δασωμένα πλάγια τα χωριά έλαμπαν ασβεστωμένα στο ήλιο. Τα στρώματα της σκόνης έκαναν όλο και πιο δύσκολη την οδήγηση μα η λαχτάρα του γλεντιού, τους γέμιζε κέφι και όρεξη. Ο ανηφορικός δρόμος με τις πασπάλες και τους τράφους δυσκόλευε το μηχανάκι. Πίσω τους φαινόταν το Ηράκλειο με τη θάλασσα να απλώνεται γαλάζια. Μικρό φαινόταν από μακριά! Ο ένας έπαιζε το σκοπουλάκι με το στόμα και ο άλλος συνόδευε και που και που πετούσαν κάποια μαντινάδα και σκούσαν στα γέλια. Έτσι πήγαιναν και πήραν αεράτα τη στροφή με τις πασπάλες. Ο μοτοσακός φάλτσαρε και ο Νίκος προσπάθησε να κρατήσει το τιμόνι. Δυστυχώς και παρ’ ελπίδα το τιμόνι στράβωσε και το πέσιμο ήταν άγαρμπο και απότομο. Ο Νίκος μέσα στις σκόνες σηκώθηκε και φώναξε:

-Γίαννη, Γιάννη!!!

Πλησίασε τον αδερφό του που είχε πέσει πάνω στις πέτρες του τράφου. Μίλησαν, στάθηκε στα πόδια του ο μικρός αδερφός αλλά με δυσκολία περπατούσε. Το κοστούμι είχε ξεσκιστεί και τα αίματα είχαν ανεκατωθεί με τη σκόνη του δρόμου.

-Νίκο, Νίκο… το λαούτο! Το λαούτο!

Το λαούτο είχε χτυπηθεί άσχημα κι ο Γιάννης δεν κοιτούσε που δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του, μόνο είχε την έγνοια του οργάνου. Ο Νίκος βλέποντας τον αδερφό του στα αίματα και στις σκόνες μουρμούρισε:

– Το λαούτο ξαναγίνεται, εσένα να δούμε τι έχεις!

Για καλή τους τύχη περνούσε ένα φορτηγό, που σταμάτησε σαν είδε τους κατασκονισμένους νέους. Γύρισαν στο Ηράκλειο κι η πρώτη δουλειά ήταν αν πάνε στο νοσοκομείο. Αφού γιατροπόρεψαν οι ντόκτορες το Γιάννη, επέστρεψαν σπίτι.

-Μείνε εσύ Γιάννη σπίτι κι εγώ πάω να βρω συνάδελφο, να με βοηθήσει να βγάλομε το γλέντι των ανθρώπω στο χωριό.

Έτσι κι έγινε. Ο λαβωμένος αδερφός έμεινε σπίτι κι ο Νίκος πήρε τη λύρα του και με κάποιο φίλο λαουτιέρη πήγαν στο χωριό και γλέντησαν τους χωριανούς, μετά τον εσπερινό αλλά και τη μέρα της γιορτής του Αγίου. Τρεις μέρες γλεντούσε τον κόσμο. Χαρά του να γλεντά τους βασανισμένους ανθρώπους που αναζητούσαν αναπνοές στα δίσεχτα εκείνα χρόνια της φτώχειας, των ξενιτεμών και της σκληρής ζωής. Ο Νίκος έπαιζε και τραγουδούσε ασταμάτητα. Οι κρητικοί προσπαθούσαν να συνέλθουν από το πόλεμο, τα ανόσια έργα των ναζιστών και τα μετεμφυλιακά χρόνια. Πέτρινα χρόνια. Ο Νίκος τρέχει από πανηγύρι σε πανηγύρι δίνοντας ανάσες ζωής με τη λύρα και το τραγούδι του. Οι ξένες μουσικές έχουν κυριαρχήσει εκείνο τον καιρό κι ο Νίκος αγωνίζεται να δώσει ζωή στη κρητική μουσική, στους σκοπούς, στους χορούς, στα ριζίτικα. «Τα ριζίτικα τραγούδια… είναι της τάβλας, του δρόμου, της χαράς, της λύπης, τα τραγουδούσε ο κρητικός λαός στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς κι έχουνε και αλληγορική σημασία. Δηλαδή το «αγρίμια κι αγριμάκια μου» δεν λέει για τα αγρίμια και τα ελάφια, λέει για τους αντάρτες που ζούσαν τότε στα σπηλιαράκια του βουνού, στους γκρεμνούς και πολεμούσαν για τη λευτεριά. «Ο Πλούσιος Γιώργης» λέει το τραγούδι… και οι πλούσιοι τότε βγαίνανε στο βουνό, αυτά!» λέει σε κάποια συνέντευξη του ο ίδιος ο Νίκος.

Πάνω στους ρυθμούς της κρητικής μουσικής χτίζει το τραγούδι του. Ακούγοντας προσεχτικά το Ψαρονίκο ανακαλύβομε τις επιδράσεις από τη βυζαντινή μουσική και τις προεκτάσεις των αρχαίων πυρρίχιων ρυθμών της Κρήτης αλλά και τις καινοτομίες του. Λιτός κι απέριττος με μοναδική πλούσια χρήση του δοξαριού και της καθαρής, κρυστάλλινης νότας. Η κρητική μουσική βρίσκει τον εκπρόσωπο της με την πλατιά έννοια. Σεμνός και δουλεύοντας σκληρά με μια απίστευτη εσωτερική δύναμη συγκλονίζει. Δίνει περιεχόμενο στη μουσική και στο γλέντι με τα χαρακτηριστικά της Κρήτης και των μεγάλων ιδανικών της περήφανης ράτσας. Στα συρτά, στις κοντυλιές, στους πυρρίχιους ρυθμούς, η λύρα και το λαούτο φτάνουν στο απόγειο τους. Μαζί τους ξαναέρχονται στο φως κι άλλα ξεχασμένα όργανα. Η Κρητική μουσική γίνεται η λαϊκή έκφραση των κρητικών όπου κι αν ζουν. Ο Νίκος τραγουδά τις αλήθειες του με υγεία και λεβεντιά. Αλήθειες που έχουν τις ρίζες τους στα μεγάλα ιδανικά. Τα σημάδια και τα μηνύματα μπολιάζονται ακόμη και με τους ανυποψίαστους ανθρώπους. Οι ρυθμοί προκαλούν με τη δύναμη και το φως και μαγεύουν με τη μελωδία και το τραγούδι του Νίκου.

Πολλές φορές έπαιζε σε γλέντια η σε γάμους εφτά και δέκα μέρες. Κι όσο οι νέοι της εποχής ζητούσαν τα ευρωπαϊκά, ταγκό, βαλς, ρούμπες, σάμπα κτλ τόσο εκείνος, χωρίς να χαλά χατίρι, περνούσε τα κρητικά τραγούδια. Με το τραγούδι του Νίκου και το κρασί οι κρητικοί έστελναν στο διάολο τους κοινωνικούς και πολιτικούς φραγμούς κι έβρισκαν τη φλέβα της ζωής που φτάνει στη καρδιά της άνοιξης!

Το 1958 κλέβει την αγαπημένη του Ουρανία και παντρεύονται στα Ανώγεια. Μετά από λίγους μήνες κατεβαίνουν στο Ηράκλειο και νοικιάζουν μια κάμαρα. Φίλοι τους προσφέρουν ένα κρεβάτι και δυο τρις καρέκλες. Στο ίδιο δωμάτιο σε ένα ράντσο μένει και ο Γιάννης. Για τραπέζι χρησιμοποιούν μια βαλίτσα. Στο Μεγάλο Κάστρο ο Νίκος έχει ήδη γίνει γνωστός λίγα χρόνια πιο πριν. Τα γλέντια και οι καντάδες έχουν αφήσει ιστορία. Βέβαια εκείνα τα χρόνια δεν ήταν και τόσο εύκολο να κρατά τη λύρα και το λαούτο και να διαβαίνει τις στράτες στο Μεϊντάνι. Ο Νίκος είναι από εκείνους που έφεραν ξανά τη λύρα στη Χώρα και επέβαλαν την κρητική μουσική! Το ίδιο χρόνο μετά από πολλές προσπάθειες και με τη βοήθεια του Παύλου Βαρδινογιάννη, βγάζει το πρώτο του δίσκο, «Μια μαυροφόρα που περνά» από τη μια μεριά και από την άλλη, «Δεν κλαίνε οι δυνατές καρδιές». Κι αρχίζει το μεγάλο ταξίδι που σήμερα προκαλεί θαυμασμό. Δίπλα του τότε αλλά και στα χρόνια που έρχονται ο αδερφός του ο Γιάννης αλλά και άλλοι συνεργάτες όπως ο Κουμιώτης, ο Χατζάκης, ο Μάγκας, ο Μερτζάνης, ο Ζαχάρης ο Φασουλάς, ο Μανωλάκης, ο Φουκάκης, ο Στέλιος Αεράκης και τόσοι μα τόσοι άλλοι.

Περνούν οι χρόνοι κι οι καιροί που έφυγε από κοντά μας ο Νίκος Ξυλούρης , στις 8 Φεβρουαρίου του 1980 κι όμως το έργο του μοιάζει σαν το παλιό κρασί. Τα τραγούδια του μας αρμηνεύουν να αγαπούμε τη γης, τα νερά, τον αέρα, τις κοπελιές, να στήνομε χορό για να ξεστουμπώνει ο νους. Μας μαθαίνουν να αγαπούμε τα δεντρά, τα λουλούδια, τα πουλιά και τ’ αγρίμια και να προσπαθούμε να μιλήσομε κι εμείς την γλώσσα τους. Θρέφουν τις λιμασμένες ψυχές, τις καρδιές και τον ταξιδιάρη νου, με χοχλακιστό αίμα. Όσο ακούμε τους σκοπούς και τα τραγούδια του, τόσο περισσότερο καταλαβαίνομε ότι ο λαϊκός τροβαδούρος συνεχίζει να αποτελεί σημείο αναφοράς και λατρείας. Η αγάπη στο έργο και την προσωπικότητα του Νίκου Ξυλούρη μας δείχνει ότι η εποχή μας περιέχει ποιοτικά χαρακτηριστικά της προηγούμενης. Το χάρισμα της διαχρονικότητας το κατέχουν οι μεγάλες φυσιογνωμίες που έβαλαν σκοπό να χαλαλίζουν ελπίδες στη ζωή, απορρίπτοντας τα ευτελή ιδανικά και πρότυπα του σύγχρονου υπερκαταναλωτικού πολιτισμού. Άλλωστε όσο αγαπούσε τα γλέντια της Κρήτης τόσο πιο πολύ δεν συμπαθούσε τη νύχτα της Αθήνας.

Ο Ψαρονίκος γεννήθηκε στα Ανώγεια και μεγάλωσε στον κόσμο της φτώχιας, της ταλαιπωρίας, της πείνας αλλά και της παρέας. Έμαθε να είναι ειλικρινής, έντιμος, λιτός και πραχτικός. Τον δίδαξε η ίδια η ζωή πως οι λαϊκοί ανθρώποι για να ζήσουν φυτεύουν, σκάβουν, βγάνουν πηγάδια, καλλιεργούν μπαξέδες, βόσκουν οζά και τυροκομούν αλλά μαθαίνουν και να τραγουδούν, να χορεύουν, να παίζουν λύρα ή λαούτα και μαντούρες ή να διαβάζουν τον Ερωτόκριτο και να φτιάχνουν μαντινάδες ή ριζίτικα.

Στα πίσω χρόνια τα παλιά ένα βράδυ μπροστά στο αναμμένο τζάκι η μάνα ξεμπιθράκιζε τα κούτσουρα. Οι σπίθες πάνω από τη φωτιά δημιουργούσαν φαντασμαγορικό θέαμα. Κοίταξε τα παιδιά γύρω της και χαμογέλασε. Άρχισε να παίζει σκοπουλάκια με το στόμα της και να τραγουδάει, «Μια πέρδικα συχνοτσιμπά τσοι βιόλες του μπαξέ μου, στο πάτημα την έβρισκα κι ήπαιξε κι έφυγε μου»… το νου σας κακομοίρηδες μου, έτσι έπαιζε και τραγουδούσε ο παππους σας! Ο Νίκος, ο Αντώνης και ο Γιάννης επαναλάμβαναν και η μάνα διόρθωνε και συνέχιζε…. Στη βεγγέρα και στην αποσπερίδα τα παιδιά μυήθηκαν στα μυστικά της παράδοσης. Λίγα χρόνια πριν το πόλεμο ο πατέρας τους είχε στήσει, με άλλους συμπολεμιστές από το μέτωπο της Μικράς Ασίας, το σύλλογο των δερβίσηδων. Σαν μαζευόταν στο καφενείο έπιναν ένα δυο ποτηράκια και το τραγούδι τους ακουγόταν από το Περαχώρι ίσαμε την άλλη άκρη του χωριού. Κάποια βραδιά δεν είχαν ούτε μια γουλιά κρασί να βρέξουν το λαιμό τους. Ο Ψαρογιώργης χαμογελώντας έπιασε από το ράφι μια άδεια μποτίλια και την έδωσε στο κοπέλι. «Άμε στο θείο το Γρυλιό και να του πεις ότι του τη στέλνω εγώ» Το κοπελάκι όρμησε στο σοκάκι κι έδωσε τη παραγγελιά. Ο Γρυλιός φίλεψε το κοπέλι και σε λίγο γύρισε πίσω με τη μποτίλια γεμάτη κρασί λέγοντας στο κοπελάκι, «Να πας τη μποτίλια στο Ψαρογιώργη και να του πεις ότι του τη στέλνω εγώ» Χαμογέλασε και σε λίγο ακούστηκαν οι αμανέδες και τα τραγούδια από το καφενείο του Ψαρογιώργη. Η δυνατή και καθαρή φωνή του πατέρα του Ψαρονίκου κυριαρχούσε. Σε τέτοιο κλίμα μεγάλωναν. Σκληροί αγώνες για την επιβίωση αλλά με αγάπη και όρεξη για την ζωή.

Κάποια χρόνια αργότερα ο Νίκος ζητούσε επίμονα από το πατέρα του να αποχτήσει μια λύρα. Εκείνος που τα δύσκολα χρόνια ήξερε να διαβάζει και να γράφει, κάτι πολύ σπάνιο, ήθελε τα παιδιά του να μάθουν γράμματα για μια καλύτερη ζωή. Η επιμονή του κοπελιού τον οδήγησε να ζητήσει τη γνώμη του δασκάλου του χωριού. Σαν εκείνος τον προέτρεψε με τα καλύτερα σχόλια για το ταλέντο του Νίκου, το όνειρο έγινε πραγματικότητα. Η λύρα έγινε ο αχώριστος σύντροφος. Κάποιες φορές που έλειπε για δουλειά φύλασσε με επιμέλεια το όργανο. Όμως ο αδερφός του, ο Ψαραντώνης, μικρό παιδί κι αυτός, έβρισκε τη λύρα κι έπαιζε κι εκείνος με τις ώρες. Έτσι μια από τις πολλές δεν πήρε χαμπάρι το Ψαρονίκο, που είχε φτάσει και στεκόταν στη πόρτα. Σκεφτικός και σκυφτός περίμενε το ξέσπασμα του μεγάλου αδερφού, αλλά σαν τον άκουσε να του λέει με παραινετικό λόγο, «να παίζεις, να παίζεις γιατί παίζεις όμορφα, μόνο να τη προσέχεις!», πήρε βαθιές κι ανακουφιστικές αναπνοές. Ποιος να φανταζόταν τότε ότι με αυτή τη λύρα, η μουσική και η τέχνη θα κέρδιζαν τέτοιους σπουδαίους και μοναδικούς καλλιτέχνες! Σαν κοπέλι ακόμη ξεκίνησε να παίζει στις παρέες, στις καντάδες και στα γλέντια της περιοχής. Σαν έπαιζε ο Γιάννης μαζί του λαούτο ήταν πολύ μικρός ακόμη. Όπως προσπαθούσε να παίζει σε όλα τα διαστήματα της ταστιέρας του λαούτου, στις άκρες του οργάνου δεν έφταναν τα χεράκια του κι έτσι έπεφτε από τη καρέκλα καταγής μαζί με το λαούτο. Γι αυτό ο Νίκος του πήρε μαντολίνο για να μπορεί να παίζει μέχρι να μεγαλώσει και να μπορεί να κρατήσει το λαούτο. Έτσι ξεκίνησαν οι τρις καινοτόμοι καλλιτέχνες με τη τεράστια προσφορά!

Ο Νίκος Ξυλούρης είναι ο τραγουδιστής και ο λυράρης που η μουσική του μοιάζει με το μυρωμένο λιβάδι για να στήνουν τρελό χορό οι αισθήσεις. Είναι εκείνος που δεν έμαθε γράμματα στα πένθιμα σχολεία κι ούτε πήρε πτυχία ή μεταπτυχιακά, αλλά με την απλότητα και το σπάνιο ήθος του στάθηκε κόντρα στις βάναυσες εξουσίες, με πάθος, παρρησία και λεβεντιά. Δεν είναι μόνο το Πολυτεχνείο που πήγε να τραγουδήσει για τους εξεγερμένους φοιτητές. Όπου κι αν τραγουδούσε λες και γινόταν λαϊκό δημοψήφισμα ενάντια στην χούντα και στα στρατιωτικά κατεστημένα και στα κάθε λογής τσιράκια τους. Είναι εκείνος που ξαναέβαλε την εξορισμένη λύρα στο Ηράκλειο, που πήρε την λαϊκή μουσική της Κρήτης και έκαμε ένα ολόκληρο λαό να την τραγουδάει, είναι αυτός που την έκανε γνωστή μέχρι τα πέρατα της οικουμένης.

Είναι ο τραγουδιστής που ξαναέδωσε ζωή, κύρος και αξία στα ριζίτικα . Με τη φωνή του, το «Πότε θα κάνει ξαστεριά», έγινε σύμβολο όλων των ελλήνων και των ελεύθερων αγωνιζομένων ανθρώπων. Με τη στάση του ενάντια στη χούντα και την παρουσία του στο Πολυτεχνείο, το Νοέμβρη του 1973, θα μπορούσε να διεκδικήσει αντιστασιακές δάφνες αλλά σε κάποια συνέντευξη θα πει, «Τίποτα δε προσέφερα εγώ. Άλλοι έδωσαν τα πολλά στην επταετία και λυπάμαι που δεν ακούστηκαν ποτέ! Δυστυχώς δεν τους συζητάνε αυτούς τους ήρωες. Γιατί; Αντιθέτως πόσοι άλλοι εκμεταλλεύτηκαν μια κατάσταση κι έκαναν αυτοί τους ήρωες.»

Το 1966 παίζει στην «ΟΑΣΗ». Το πάλκο ακουμπούσε στα βενετσιάνικα τείχη κι ο κόσμος συνωστιζόταν για να τον ακούσει να τραγουδά. Τα κοπέλια το σκούσαν από τα σπίτια και κρεμόταν στα μπεντένια. Εκεί οι Ηρακλειώτες άκουσαν για πρώτη φορά την Ανυφαντού, τη Τζαναμπέτισσα, το Μηνάς μου πως θα μ΄ αρνηθείς… κτλ. Σαν κυκλοφόρησε ο δίσκος οι φίλοι της κρητικής μουσικής απόλαυσαν καινοτομίες και πειράματα πρωτοφανέρωτα.

Ο χειμώνας του 1967 τον βρίσκει στο πρώτο κρητικό κέντρο, τον Ερωτόκριτο. Τη νύχτα της 21ης Απριλίου ο Νίκος με τη παρέα του τραγουδούν κάτω από τη Νομαρχία Ηρακλείου ενάντια στη χούντα. Τα χαράματα τους ειδοποιούν ότι έπεσε η Αθήνα και φεύγουν για να μη συλληφθούν.

Η καριέρα του έχει πάρει ανοδική πορεία και ο κόσμος τον αποθεώνει. Τον Απρίλη του 1969 εμφανίζεται στην Αθηνα, στο Κονάκι. Η υποδοχή είναι φανταστική κι έτσι το Σεπτέμβρη εγκαθίσταται, μαζί με την οικογένεια του, την Ουρανία και τα δυο παιδιά, κάπου στα Πατήσια. Μαζί του ο Ψαρογιάννης και ο Ζαχάρης ο Φασουλάς. Κι ενώ η δικτατορία οργιάζει εκείνος τραγουδά στο Κατώι μαζί με την νεολαία και τους αθηναίους την Ξαστεριά και τα αγρίμια κι αγριμάκια μου… Εκεί θα γνωρίσει μερικούς σπουδαίους φίλους που στάθηκαν δίπλα του, σε όλη τη πορεία του. Μεταξύ αυτών και ο Ερρίκος ο Θαλασσινός που έγιναν αδερφικοί φίλοι.. Στο Κονάκι τον είχε ακούσει και ο Γιάννης Μαρκόπουλος παρέα με τον Κώστα Τσιάνο. Ο συνθέτης βέβαια τον είχε πρωτοακούσει και στην ΟΑΣΗ στο Ηράκλειο.

Το καλοκαίρι του 1970 παίζει και τραγουδά στο Ηράκλειο. Σε ένα γάμο στα Ανώγια συναντιώνται με το Τάκη Λαμπρόπουλο, διευθυντή τότε της ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ, και συζητούν για την συνεργασία τους. Κουμπάροι πια το φθινόπωρο ετοιμάζουν με το Γιάννη Μαρκόπουλο και τη Μαρία Δημητριάδη το «Χρονικό» σε στίχους του Κ.Χ.Μύρη, δηλαδή του Κώστα Γεωργουσόπουλου. Η επιτυχία θα συνεχιστεί με την υλοποίηση ενός παιδικού ονείρου του Νίκου, με τα ΡΙΖΙΤΙΚΑ. Παρά τις τρικλοποδιές και τις απορρίψεις της λογοκρισίας ο δίσκος θα κυκλοφορήσει και θα αγκαλιαστεί από όλους τους έλληνες. Οι εμφανίσεις στη μπουάτ ΛΗΔΡΑ θα αποτελέσουν σημείο αναφοράς για την εποχή εκείνη. Ο κόσμος κάνει ουρές ενώ οι νεολαίοι και οι φοιτητές βρίσκουν χώρο να εκφραστούν. Μετά την πρώτη εμφάνιση ενθουσιασμένος ο Νίκος, προσκαλεί όλους μα όλους να κατεβούν για να συνεχίσουν στο Κατώι το γλέντι τους! Η Λήδρα έχει μείνει σταθμός στην ζωή των νέων της εποχής, με τον Ξυλούρη να ιερουργεί και να δίνει ελπίδες και ανάσες στον δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό. Μετά θα δώσουν την «Ιθαγένεια» ακόμη ένα δίσκο που αγαπήθηκε και τραγουδήθηκε και αργότερα ο Νίκος συμμετέχει στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» σε ποίηση του Διονυσίου Σολωμού. Σε ζωντανές ηχογραφήσεις βρίσκομε και άλλα τραγούδια που τραγουδήθηκαν από το Νίκο και αργότερα σε δίσκους ερμηνεύτηκαν από άλλους τραγουδιστές.

Το καλοκαίρι του 1972 ξεκινά τη συνεργασία του με το Χριστόδουλο Χάλαρη. Μετά «το τροπικό της Παρθένου» και παρά τις πιέσεις που δέχτηκε ο Νίκος θα ακολουθήσει η «Ακολουθία» που όμως έκοψε η λογοκρισία και κυκλοφόρησε μετά τη πτώση της χούντας.

Εκείνα τα χρόνια ο Νίκος συλλογιέται πως έφτασε η ώρα να βγει σε δίσκο ο Ερωτόκριτος. Με το Γιάννη οργώνουν τη Κρήτη και ακούνε όλες τις παραλλαγές που τραγουδιέται ο Ερωτόκριτος στο νησί. Δουλεύουν μελωδίες και πειραματίζονται. Ο Ερρίκος Θαλασσινός αναλαμβάνει την επιλογή κι επιμέλεια των στίχων από το θρυλικό έργο του Βιτσέντζου Κορνάρου, από το «μέγα των Ελλήνων ποίημα» που λέει και ο Κωστής Παλαμάς. Έτσι εξασφαλίστηκε η συνοχή των κειμένων και το μεγάλο έπος θα αποδοθεί σε μια νέα και ολοκληρωμένη μουσική μορφή στο κόσμο της Κρήτης και ολόκληρου του ελληνικού λαού. Ο Ψαρονίκος καταλαβαίνει πολύ καλά ότι η ενορχήστρωση είναι αναπόσπαστο μέρος κάθε σύνθεσης κι έτσι προτείνει στο Χριστόδουλο Χάλαρη να ενορχηστρώσει το νέο έργο. Στο ρόλο της Αρετούσας επιλέγουν τη Τάνια Τσανακλίδου. Ο Νίκος αποδεικνύεται για ακόμη μια φορά πόσο ικανός κι ευφυής είναι. Σημάδεψε την εποχή του, χαρακτήρισε την ελληνική μουσική και δεν μπορεί τίποτα άλλο να πει κανείς, παρά να κερδίζει το θαυμασμό μας. Ο δίσκος κυκλοφορεί το 1976 και αποτελεί κόσμημα. Το χειμώνα συνεργάζονται στην ΑΠΟΣΠΕΡΙΔΑ. Μαζί τους και η Μαρίζα Κωχ.

Ο Χριστόδουλος Χάλαρης ετοιμάζει νέα δουλειά για το Νίκο με τίτλο «Δούρειος Ίππος». Στους δίσκους αυτούς, τους στίχους γράφει ο Γιάννης Κακουλίδης. Η εταιρεία δεν εγκρίνει την συμμετοχή του λαϊκού τροβαδούρου και προτείνει άλλους τραγουδιστές. Ο Χάλαρης εκνευρισμένος θα αλλάξει εταιρεία. Θα συνεργαστούν αργότερα στις μουσικές εκπομπές «το Θείο Δράμα στο πρώτο πρόσωπο». Θα ολοκληρώσουν τις τρεις πρώτες και η τέταρτη δεν έγινε ποτέ γιατί ο Νίκος είχε ξεκινήσει το ταξίδι για την αθανασία. Θα παρουσιαζόταν στο ραδιόφωνο το Πάσχα του 1979. Τα τελευταία χρόνια έχουν κυκλοφορήσει στο διαδίκτυο κάποιες ραδιοφωνικές εκπομπές του Χάλαρη με το Νίκο να παίζει και να τραγουδάει.

Το 1973 δίνει δύο ακόμη δίσκους. Το Στρατή το θαλασσινό με το Γιάννη Μαρκόπουλο σε ποίηση του Γιώργου Σεφέρη. Αμέσως μετά το «Διόνυσε καλοκαίρι μας» με το Σταύρο Ξαρχάκο σε στίχους των Κώστα Κινδύνη, Δημήτρη Χριστοδούλου, Βασίλη Ανδρεόπουλου, Παύλου Μάτεσι και Αναστασίας Κόρτεση. Είναι βέβαια και η εποχή που σταματά η συνεργασία του Νίκου με τον Μαρκόπουλο. Το καλοκαίρι με το Σταύρο Ξαρχάκο ξεκινούν τις ζωογόνες συναυλίες που ο κόσμος μαζεύεται ξεπερνώντας κάθε προσδοκία σε Κρήτη και Αθήνα. Ιστορικές συναυλίες.

Το καλοκαίρι του 1973 ο Κώστας Καζάκος και η Τζένη Καρέζη ανεβάζουν στο θέατρο «το Μεγάλο μας Τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Ο Σταύρος Ξαρχάκος γράφει τη μουσική και ο Νίκος πρωταγωνιστεί στέλνοντας μηνύματα ελπίδας και λευτεριάς στους έλληνες. Αποτελεί τη κορυφαία θεατρική παράσταση της δικτατορίας και ο κόσμος συρρέει με κάθε μέσο για να τη δει, αγνοώντας τους ασφαλίτες και τους ρουφιάνους που καταγράφουν κι εκβιάζουν τους θεατές. Η συμμετοχή του κάθε θεατή σε αυτήν τη παράσταση αποτελεί ψήφο ενάντια στη χούντα! Από τα χωριά ξεκινούσαν τα φορτηγά γεμάτα ανθρώπινες ψυχές που κατέβαιναν στη πόλη για να δουν τη παράσταση!

Την πρώτη του Οκτώβρη μαζί με το Σταύρο Ξαρχάκο δίνουν τη συναυλία, που έμεινε στην ιστορία, στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, με σαράντα και πλέον χιλιάδες κόσμου να τραγουδά μαζί τους. Σε λίγες μέρες ξεκινούν οι φοιτητές τους αγώνες τους ενάντια στη χούντα. Το Νοέμβρη ο Νίκος με το Σταύρο φεύγουν από το στούντιο που ηχογραφούν και κατεβαίνουν στο Πολυτεχνείο με τους αγωνιζόμενους φοιτητές, με τους ελεύθερους έλληνες. Οι νεολαίοι ξεσπούν ενθουσιασμένοι και αναγγέλλουν την άφιξη του στα μικρόφωνα. Εκείνος τραγουδάει! Εκεί και τη δεύτερη μέρα, εκεί και τη τρίτη μέρα!

Έντιμο αίμα, έντιμο αίμα…. τραγουδά σε στίχους του Οδυσσέα Ελύτη.

Στις 17 του Νοέμβρη στέκει εκεί και όταν καταφθάνουν τα τανκς. Στις δέκα το βράδυ το τανκς με το αναμμένο φως περιμένει την εντολή να εισβάλλει μα ο Νίκος εκεί, με τους φοιτητές να τραγουδά τη Ξαστεριά. Κι όταν αρχίζει το μακελειό και οι σκοτωμοί, μια ομάδα φοιτητών τον φυγαδεύει κάπου στη Τοσίτσα.

Την επόμενη μέρα οι εφημερίδες δημοσιεύουν με βαρύγδουπους τίτλους ότι ο τραγουδιστής Νίκος Ξυλούρης ήταν στο Πολυτεχνείο. Κι αρχίζει το κυνηγητό και οι ανακρίσεις. Σφραγίζουν το μαγαζί που δουλεύει, απαγορεύουν τις συναυλίες του ενώ το ράδιο και η τηλεόραση δεν παίζουν ούτε ένα του τραγούδι. Απαγορευμένος και κυνηγημένος! Εκείνος δεν φοβάται και συνεχίζει τον αγώνα του. Ετοιμάζει με το Σταύρο Ξαρχάκο τη «Συλλογή» που θα κυκλοφορήσει το Πάσχα του 1974. Τον Ιούλιο οργώνει την Ελλάδα δίνοντας συναυλίες και ο λαός γιορτάζει μαζί του την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Ο Σταύρος Ξαρχάκος έμεινε δίπλα του και στις τελευταίες δοκιμασίες του Νίκου.

Εκείνη τη χρονιά με το Χρήστο Λεοντή βγάζουν «Το Καπνισμένο Τσουκάλι» σε ποίηση του Γιάννη Ρίτσου. Ένα έργο γραμμένο από το ποιητή της Ρωμιοσύνης,στα ξερονήσια που βρισκόταν εξόριστος και διέσωσε η ευφυΐα του Μάνου Κατράκη. Μαζί θα οργώνουν την Ελλάδα δίνοντας συναυλίες μέχρι που ο Νίκος αρρωσταίνει. Μαζί θα δώσουν τη καταπληκτική ερμηνεία του Θούριου του Ρήγα Φεραίου κ.α.

Ο Νίκος τραγουδάει όπου τον καλούν και συνεχίζει την δισκογραφία. Με το Λίνο Κόκοτο σε στίχους του Δημήτρη Χριστοδούλου δίνουν τα «Αντιπολεμικά». Σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη και μουσική Ηλία Ανδριόπουλου βγαίνει η εργασία «Κύκλος Σεφέρη. Μαζί τους η Άλκηστη Πρωτοψάλτη. Με το Λουκά Θάνου ηχογραφούν το «Σάλπισμα» και με το Στέλιο Βαμβακάρη τα «Ερωτικά». Το Σάλπισμα θα κυκλοφορήσει μετά που έφυγε για τους τόπους του Μύθου, όπως και ο δίσκος με το Σταύρο Ξαρχάκο με τίτλο «ο Δείπνος ο Μυστικός.

Ξεχωριστή σημασία έχουν δυο δισκογραφικές δουλειές που χαρακτήρισαν τη κρητική μουσική και αγαπήθηκαν από όλους τους έλληνες. Τα που θυμούμαι τραγουδώ και τα Ξυλουρέικα! Ο Ψαρογιάννης και ο Θανάσης Σταυρακάκης, ο Μερτζάνης, διηγούνται πως έκαναν πρόβες κάποια τραγούδια. Ο Νίκος δεν ήξερε τίποτα ώσπου μια μέρα μπαίνει στο σπίτι και τους ακούει να παίζουν το τραγούδι, «επήρα πάλι το Μαριώ». Τους ρώτησε τι κάνουν κι άρχισε το καλαμπούρι και τα πειράγματα μεταξύ τους. Σαν άκουσε τι ετοιμάζουν είπε μονολεκτικά, «εγώ θα τα πω!» Στην επιλογή των στίχων τους βοηθά ο Ερρίκος Θαλασσινός από παλιές συλλογές, τραγούδια η μαντινάδες που ήξεραν από τους παλαιότερους. Οι καινοτομίες είναι πολλές και μοναδικές, ειδικά για την εποχή εκείνη. Από τη μια ξαναχρησιμοποιούν ξεχασμένα όργανα μαζί με τη λύρα και το λαούτο και από την άλλη συμμετέχουν εκπληκτικοί σολίστες στις ηχογραφήσεις. Το αποτέλεσμα τους δικαιώνει. Ο Νίκος δένει τη λέξη με τον ήχο, το λόγο με τη μουσική, το τραγούδι με τη μελωδία. Κι αυτό δείχνει το ταλέντο, τη γνώση, τις εμπειρίες και την ευσυνειδησία των δημιουργών, του Νίκου και του Γιάννη! Στα Ξυλουρέικα διακρίνομε την ίδια προσπάθεια και το αποτέλεσμα τους ξαναδικαιώνει! Εδώ πρωτοεμφανίζεται η Κατερίνα Σκορδαλάκη. Σε πολλές δουλειές χρησιμοποιούν στίχους του Νιδιώτη, του Μίχαλου του Σταυρακάκη κ.α. αλλά τότε οι εταιρείες δεν έγραφαν στο δίσκο τα ονόματα των μαντιναδολόγων. Αυτές οι δουλειές αποτελούν μια σπουδαία παρακαταθήκη για τους νεώτερους. Μελετώντας τέτοια έργα θα καταλάβουν ότι οι τρομερές υπεραπλουστεύσεις με τα «γαργαλιστικά στιχάκια», τις στείρες απομιμήσεις και τις εξωφρενικές επαναλήψεις με τρομακτικούς ήχους δημιουργούς καταστάσεις ευτέλειας και παρακμής.

Ο μόνιμος συνεργάτης και συνοδοιπόρος του Νίκου σ’ όλη την καλλιτεχνική πορεία ήταν ο αδερφός του ο Γιάννης Ξυλούρης. Μαζί πορεύτηκαν σε δύσκολες μα όμορφες στιγμές, μαζί δημιούργησαν αξεπέραστες επιτυχίες. Δεν χώρισαν ποτέ παρά μόνο όταν ο Νίκος έφυγε από «αυτό τον κόσμο τον καλό». Ο Ψαρογιάννης λέει ότι ο Ψαρονίκος ήταν χαρισματική προσωπικότητα. Η λύρα και η φωνή του εκφράζανε όλα τα συναισθήματα. Ήταν επικοινωνιακός χαρακτήρας που τραβούσε την προσοχή του κόσμου. Έπαιζε και τραγουδούσε με νεύρο και άνεση λέγοντας κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο τα τραγούδια ενώ πρόσθετε συνεχώς νέα ευρήματα. Με τους μουσικούς και το κοινό είχε συνεχή επικοινωνία πετυχαίνοντας να δημιουργεί κατανυχτική ατμόσφαιρα. Έκανε σπουδαία καριέρα ξεκινώντας από τα Ανώγεια, τα γλέντια και τις παρέες όπου τραγουδούσε τον πόνο, τον έρωτα και την ελπίδα του λαϊκού ανθρώπου. Στα γήπεδα, στις μπουάτ και στις εκδηλώσεις του αγωνιζόμενου λαού τραγούδησε την αγωνία για ένα «παράθυρο ανοικτό στην λιακάδα». Σαν λαϊκός καλλιτέχνης πρωτοστάτησε στα μουσικά κινήματα ανεβάζοντας ψηλά την κατατρεγμένη μουσική της Κρήτης. Δεν μπήκε σε καλούπια αλλά συνδύασε το φως του νησιού με παντρέματα από άλλες παραδόσεις και τη σύγχρονη μουσική. Γι αυτό άνοιξε τις δικές του λεωφόρους.

Παρέα με τον Γιάννη έδωσαν νέους ήχους ενώ σε ότι κι αν τραγουδούσε έδινε μιαν αυθεντικότητα που δεν είχε ουδεμία σχέση με τις σχολαστικές αντιγραφές η τις στείρες απομιμήσεις. Ο Ψαρονίκος χρησιμοποιούσε τον εαυτό του σαν μέσο αναγέννησης του πρωτογενούς υλικού. Διέθετε το σπάνιο χάρισμα να ξαναγεννάει ότι τραγουδούσε η έπαιζε, χωρίς να επαναλαμβάνει ούτε τους άλλους, ούτε τον ίδιο τον εαυτό του. Αφομοίωνε την ουσία και την χρησιμοποιούσε με δημιουργικό τρόπο. Ήξερε απέξω κι ανεκατωτά όλους τους στίχους και τις μαντινάδες που τραγουδούσε και δεν χρειαζόταν ποτέ χαρτιά για να διαβάζει. Αυτό το χάρισμα του έδινε την δυνατότητα για αλλαγές, πειραματισμούς και αυτοσχεδιασμούς. Είναι γνωστή η ιστορία από τον Χάλαρη πως άλλαξε τους στίχους στη διάρκεια της ηχογράφησης στο τραγούδι «του Θάνατου παράγγειλα, του Χάρου παραγγέλνω» κι ο συνθέτης τους κράτησε!

Πολλοί γνώριζαν την αγάπη του Ψαρονίκου για τους σπουδαίους καλλιτέχνες της Κρήτης. Εάν άκουγε ότι έπαιζε κάπου κάποιος καλός μουσικός, ας ήταν και άγνωστος, έπαιρναν με τον Ψαρογιάννη το αεροπλάνο και ερχόταν να τον ακούσουν. Ήξεραν τι έψαχναν! Ακόμη είναι γνωστή η αγάπη και η βοήθεια που πρόσφερε σε νέους καλλιτέχνες, για να ακουστούν τα έργα τους και να αναδειχτούν. Τα δυο αδέρφια στήριξαν πολλούς κρητικούς μουσικούς στις μονοπωλιακές δισκογραφικές εταιρείες για να τους κυκλοφορήσουν δίσκους. Αν κάτι σήμερα θεωρείται αυτονόητο, τότε ήταν ακατόρθωτο χωρίς την βοήθεια κάποιων, που μπορούσαν να ξεπεράσουν τα κυκλώματα και τις ραδιουργίες τους.

Ως κι αν διαβαίνουν οι καιροί, ως κι αν περνούνε οι χρόνοι στις παρέες, στα γλέντια η στις μοναχικές μας στιγμές ο Νίκος Ξυλούρης και τα τραγούδια του είναι σύντροφος και παρηγοριά. Ρουφώντας το κρασί της τέχνης του ο νους ξεθρασεύει συμπαίνοντας συνεχώς τη φωτιά για να βγάνει κι άλλες φλόγες που θα φουντώνουν πάλι τα όνειρα και τις ελπίδες.

Μπορεί τα κατεστημένα να τον κυνήγησαν όμως εκείνος λιγομίλητος κι αξιοπρεπής πρόσφερε μαγικές στιγμές στον κόσμο που τον λάτρεψε και τον έκανε μύθο, θρύλο και σύμβολο. Μέσα του κουβαλούσε τα μεγάλα ιδανικά της ράτσας μας, την λεβεντιά, την ανθρωπιά, το φιλότιμο, την ομορφιά της φύσης και των συναισθημάτων μαζί με το λεπτό χιούμορ του παιγνιδιού της ζωής. Πάντα ήταν αισιόδοξος, λιτός, απλός και φιλόξενος. Τέτοιος ήταν, τέτοια τραγουδούσε και γι αυτό έγινε πρεσβευτής της κρητικής μουσικής αλλά και της σύγχρονης ελληνικής στον υπόλοιπο κόσμο αντιπροσωπεύοντας με ήθος και σεβασμό τις ευγενικές μας παραδόσεις.

Ο Νίκος Ξυλούρης είναι η ενσάρκωση των αρετών του πανάρχαιου κρητικού πνεύματος που μας καλεί στο μετερίζι της τιμής, της λεβεντιάς και της ανθρωπιάς. Ήξερε ότι η Ελλάδα όσο κι αν προσπαθεί να νοικοκυρευτεί ακόμη και σήμερα φαίνεται αφρόντιστη και κακογερασμένη. Είναι ντυμένη με βρώμικα κουρέλια που δεν της πρέπουν. Η Ελλάδα εάν ξεφύγει από την κακομοιριά, κουβαλά σπάνιους θησαυρούς στα σεντούκια της. Κρύβει μυστικά και ντοκουμέντα. Τουλάχιστον όσα δεν πρόλαβαν να πουλήσουν οι μεσομορφωμένοι αυλοκόλακες της εξουσίας, ανταλλάσσοντας πιθάρια, υφαντά, κεντήματα, κεραμικά, λαϊκές φορεσιές και άλλα είδη λαϊκής τέχνης με πλαστικές λεκάνες ή μπολάκια που τους πρότειναν οι γυρολόγοι κι οι περιπλανώμενοι μπανιεράδες. Κρύβει μουσικές και τραγούδια που όσο κι αν προσπάθησαν να ευτελίσουν και να εξαφανίσουν οι άπληστοι κερδοσκόποι αυτά σιγοκαίνε μέσα στις ψυχές των λαϊκών ανθρώπων, ανάβοντας άγιες φωτιές στο κάλεσμα της Φύσης. Γι αυτό θα ζει πάντα μέσα από το έργο και τον τρόπο ζωής του στις καρδιές μας. Το κατεστημένο τον φοβόταν. Μέχρι το 1978 η κρατική τηλεόραση και το ραδιόφωνο των «χρυσών παιδιών» τον είχαν κομμένο. Δεν έπαιζαν τα κρατικά κανάλια Ψαρονίκο! Οι βουλευτές του νησιού αναγκάστηκαν να κάνουν επερώτηση στη Βουλή. Ο Λαϊκός τροβαδούρος γελούσε λέγοντας «..Τι έκανα; Τραγούδια είπα!»

Κι όταν έφυγε από αυτόν τον κόσμο τον καλό οι εταιρείες κατάστρεφαν τις μήτρες των τραγουδιών του. Κι όμως και σήμερα παραμένει το παράδειγμα του ποιοτικού καλλιτέχνη που τα έργα του έχουν υψηλές πωλήσεις. Μα κι όταν ζούσε ήταν κυνηγημένος. Τα όργανα της χούντας τον παρακολουθούσαν παντού ενώ οι δισκογραφικές εταιρείες του έστηναν μηχανές που τις ξεπερνούσε με την λεβεντιά, το θάρρος και την δουλειά του. Για παράδειγμα ο Χριστόδουλος Χάλαρης αναγκάστηκε να αλλάξει εταιρεία, επειδή η εταιρεία δεν επέτρεπε να τραγουδήσει ο Νίκος τα τραγούδια στο έργο του ,«Ο Δούρειος Ίππος».

Την εποχή που εμψύχωνε το λαό με τα τραγούδια του, έμαθε ότι ο αρχιβασανιστής της χούντας ονόματι Μάλλιος, τον αναζητούσε. Σηκώθηκε και πήγε να δει γιατί τον έψαχνε και να μην νομίσει δηλαδή ότι τον φοβόταν. Σαν έφτασε στη Μπουμπουλίνας ρώτησε κάποιο αστυνομικό στη πόρτα, που είναι εκείνος ο Μάλλιος. Ο αστυνομικός τον αναγνώρισε και έχασε το χρώμα του. Τον τράβηξε παράμερα και με τη βοήθεια, μερικών ακόμη αστυνομικών, τον έπεισαν να βγουν έξω. Σταμάτησαν κάποιο ταξί και τον έστειλαν πίσω. Το όνομα του χωροφύλακα ήταν Γιώργης Παπαδάκης.

Όταν το 1972 κέρδισε με την ερμηνεία του, στα ριζίτικα τραγούδια, το περίφημο βραβείο grand prix du disque της ACADEMIE CHARLES CROS της Γαλλίας, οι έλληνες ειδήμονες δεν δώσανε ιδιαίτερη προσοχή. Παγκοσμίου φήμης βραβείο κι όμως κάποιοι για ανταμοιβή φρόντισαν να μην γραφτεί το όνομα του στο εξώφυλλο του δίσκου, που κυκλοφόρησε στην Γαλλία, από την Γαλλική Ακαδημία… τον καιρό εκείνο…

Το 1966, ο Νίκος μαζί με τον Γιάννη πήγαν στο Σαν Ρέμο για να πάρουν μέρος στο διεθνή διαγωνισμό παραδοσιακού τραγουδιού. Παρουσίασαν το κρητικό συρτάκι και πήραν το πρώτο βραβείο. Ο Γιάννης Ξυλούρης ξεκίνησε παρέα με τον Νίκο Ξυλούρη στα μέσα της δεκαετίας του 50. Μαζί πορεύτηκαν τα δύσκολα χρόνια προκαλώντας καινοτόμες ρήξεις για να μας χαρίσουν αξεπέραστες επιτυχίες. Από τα λαϊκά γλέντια και τις παρέες στα Ανώγεια κατέβηκαν στο Ηράκλειο φέρνοντας μαζί τους την ξεχασμένη λύρα και το λαούτο. Έπαιξαν τα τραγούδια του τόπου μας κόντρα στις ξενόφερτες μόδες της εποχής. Ξαναέβαλαν στα πικραμένα χείλη εκείνων που αναζητούσαν την ελπίδα και το όνειρο της ζωής τα ριζίτικα , τον Ερωτόκριτο, τους σκοπούς με τη μελωδία της λύρας που ήταν εξοστρακισμένοι από το Μεγάλο Κάστρο. Ξαναβγήκαν οι χορευτές χορεύοντας τους πυρρίχιους στη πιάτσα. Από την Κρήτη ξεκίνησαν για να κατακτήσουν τις ψυχές των λαϊκών ανθρώπων και των φοιτητών της Ελλάδας, χωρίς ποτέ να εντυπωσιαστούν από τα χρήματα και τα φώτα της δημοσιότητας. Από τις μπουάτ της Πλάκας στις μεγάλες συναυλίες στα γήπεδα και στις πιο φημισμένες αίθουσες σε όλο τον κόσμο. Από το Λονδίνο και το the Royal Albert Hall ή την Νέα Υόρκη, το Παρίσι μέχρι την Γερμανία…κτλ

Ο Ψαρονίκος έγινε το σύμβολο του ελληνικού λαού που πάλευε ενάντια στη χούντα και τον φασισμό. Σαν λαϊκοί καλλιτέχνες πρωτοστάτησαν στα μουσικά κινήματα της χώρας ανεβάζοντας ψηλά την κατατρεγμένη μουσική της Κρήτης. Ήξεραν κι οι δυο ότι οι ζωντανές παραδόσεις δίνουν δυνατότητες για νέα πράγματα. Δεν μπήκαν σε καλούπια αλλά συνδύασαν το φως του νησιού με παντρέματα από άλλες παραδόσεις και τη σύγχρονη μουσική. Γι αυτό άνοιξαν τις δικές τους λεωφόρους. Ο Ψαρονίκος με τον Ψαρογιάννη έδωσαν νέους ήχους ενώ με ότι κι αν καταπιανόταν το χαρακτήριζαν με μια αυθεντικότητα που δεν είχε ουδεμία σχέση με τις στείρες απομιμήσεις. Αποτέλεσαν μια από τις δημιουργικότατες κι εκπληκτικότερες ζυγιές που υπηρέτησαν την λαϊκή μουσική της πατρίδας μας. Χρησιμοποιούσαν τον εαυτό τους σαν μέσο αναγέννησης του πρωτογενούς υλικού. Διέθεταν το σπάνιο χάρισμα να ξαναγεννάνε ότι έπαιζαν και ότι τραγουδούσαν, χωρίς να επαναλαμβάνουν ούτε τους άλλους, ούτε τον ίδιο τον εαυτό τους. Αφομοίωναν την ουσία και την χρησιμοποιούσαν με δημιουργικό τρόπο σαν δυνατές καλλιτεχνικές προσωπικότητες που είναι. Με τον Νίκο Ξυλούρη ήταν αχώριστοι μέχρι που ο χαρισματικός τροβαδούρος έφυγε για το μακρινό ταξίδι το Φλεβάρη του 1980.

Λιγομίλητος και αξιοπρεπής, σοβαρός και χαρισματικός δημιουργούσε κατανυχτική ατμόσφαιρα έχοντας μαγική επικοινωνία με το κοινό του. Ο Νίκος έδωσε όνειρα κι ελπίδες μέσα στης ζωής τις καταιγίδες. Έδειχνε στον κόσμο να μην σωπαίνει την ομορφιά, να ερωτεύεται, να αγαπά και να αγωνίζεται να πετύχει με μερακλίδικο τρόπο στη ζωή του.

Ο Νίκος Ξυλούρης έφυγε νωρίς και το κενό του δεν καλύφθηκε ποτέ. Εάν ζούσε ακόμη κάποια χρόνια το ελληνικό τραγούδι και η κρητική μουσική θα είχαν ωφεληθεί πολλά. Είναι γνωστό ότι κορυφαίοι συνθέτες επιθυμούσαν να συνεργαστούν μαζί του, αλλά επίσης είναι γνωστά και τα όνειρα που έκανε ο ίδιος. Σημαντικές είναι ακόμη και οι ζωντανές ηχογραφήσεις που βγαίνουν κατά καιρούς από γάμους, γλέντια, ραδιοφωνικές η τηλεοπτικές εκπομπές, συναυλίες κτλ για τη μελέτη του φαινομένου του Ψαρονίκου. Αντιπροσώπευε τον πολιτισμό της χαράς, του έρωτα και της επανάστασης αλλά και της ευαισθησίας απέναντι στην φύση. Πάντα είχε στο νου του την επιστροφή στις κορφές του Ψηλορείτη, γιατί δεν άντεχε τις καταθλιπτικές και μανιώδεις συμπεριφορές, για όλο και περισσότερα χρήματα της λαίμαργης βιομηχανίας των φτηνοδιασκεδαστών και της ψευτοκουλτούρας. Ήξερε ακόμη την ματαιότητα του ψεύτη κόσμου…

«Δακρύζω με παράπονο με πόνο συλλογούμαι,

γιατί ‘ναι όλα μάταια στον ψεύτη κόσμο απού ‘μαι»

Έχει ιδιαίτερη αξία η καλλιτεχνική κληρονομιά και το σύγχρονο έργο στη Βαβέλ των παγκόσμιων πολιτισμών. Στην εποχή μας που η βαρβαρότητα έχει εξοστρακίσει την πνευματικότητα προκαλώντας βαριές αρρώστιες στην λαϊκή ψυχή το έργο του Ψαρονίκου αποτελεί όαση υψηλής αισθητικής απόλαυσης αλλά και πηγή μελέτης κι έμπνευσης. Χαρακτηρίζει την ταυτότητα μας και αποτελεί γέφυρα επικοινωνίας και συνεργασίας με άλλα μουσικά ρεύματα και πολιτισμούς.

Πριν λίγα χρόνια η οικογένεια του Νίκου δέχτηκε ένα ακόμη μεγάλο πλήγμα. Ξαφνικά κι αναπάντεχα ο γιος του ο Γιώργης έφυγε για να πάει να συναντήσει τον πατέρα του, στους Τόπους του Μύθου.

Μάννα κι αν έρθουν οι φίλοι μου

Κι αν έρθουν οι εδικοί μου

Μην τως ε πεις κι απόθανα

Να τους βαροκαρδίσεις,

Στρώσε τους τάβλα να γευτούν…

Πριν μερικά χρόνια ο Δήμος Ανωγείων οργάνωσε τριήμερες εκδηλώσεις για την αποκάλυψη της προτομής του Ψαρονίκου. Εγώ μιλούσα τη δεύτερη μέρα το μεσημέρι. Με το τέλος της εκδήλωσης τραβήξαμε για να πιούμε ένα κρασί, σε μια ταβέρνα στη κορφή του χωριού. Ανηφορίζοντας σταματούσαμε συνεχώς, με ένα φίλο δημοσιογράφο, γιατί ο κόσμος μας χαιρετούσε και μας έλεγε ιστορίες για το Ψαρονίκο. Μια στιγμή βγήκε μπροστά μας μια ταβερνιάρισσα, που δεν μας άφηνε να κάνομε βήμα, εάν δεν μπαίναμε να μας κεράσει μια ρακή. Δεν προλάβαμε να μπούμε και το τεζιάκι γέμισε ρακές και μεζεδάκια. Μια κι άλλη μια και η ευγενική φυσιογνωμία της οικοδέσποινας άστραψε σαν άρχισε να μιλά για το Νίκο. «Εμείς είμαστε ξαδέρφια, του Γρυλιού κόρη είμαι εγώ. Ο Νίκος…. Ο Νίκος μας, σαν ερχόταν στα Ανώγεια έβλεπε τους ανθρώπους κι έκανε το δικό τους πόνο δικό του. Μάθαινε για τα ζόρια που περνούσαν και τις υποχρεώσεις που είχαν. Βοηθούσε όλο το κατατρεγμένο κόσμο αλλά χωρίς να το γνωρίζει άνθρωπος. Άκου να δεις! Πήγαινε στο βοσκό που είχε αρκετά οζά και του έλεγε: Θα κόψεις είκοσι, εικοσιπέντε ζώα και θα τα πας σε εκείνο το χωριανό. Θα του δώσεις τα ζώα δικά του, αλλά δεν θα του πεις ποιος σου έδωσε την παραγγελιά. Επουδενί λόγο! Βρες μια καλή δικαιολογία και πέστην! Έτσι ο Νίκος πλήρωνε και βοηθούσε τις οικογένειες να θρέψουν και να σπουδάσουν τα κοπέλια τους, αλλά κανείς δεν μάθαινε τίποτα. Τέτοιος άνθρωπος ήταν!» Γνωστό είναι ακόμη ότι μετά από κάποιες συναυλίες, στην Θεσσαλονίκη αλλά και στην Αθήνα, μοίρασε την αμοιβή του σε φοιτητές που ήξερε ότι αγωνιζόταν να επιβιώσουν για να σπουδάσουν, εκείνα τα δίσεκτα χρόνια. Γνωστές είναι ακόμα και οι προσπάθειες του να βρουν μεροκάματο κάποιοι φοιτητές για να τα καταφέρουν να επιτύχουν στο σκοπό τους! Μα πάνω από όλα το μεγάλο όπλο του Νίκου ήταν η τέχνη του, γιατί σαν βρισκόμαστε στα σκοτάδια μόνο το τραγούδι μπορεί να μας σώσει. Κι όπως λέει κι ο Μακρυγιάννης, «Τότε είπα το τραγούδι που μας λυτρώνει»!

Ο ήλιος εβασίλεψε Έλληνα μου…

About Author

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μην χάσετε