19η ΔΕΘ Βιβλίου: παρ’ ολίγον επιτυχία
από την φιλόλογο και συγγραφέα, Εβίτα Καραγεώργου

Πανηγυρικά απούσα από τη ΔΕΘ ήταν η εθνική πολιτική για τη στήριξη, προώθηση και διάθεση του ελληνικού βιβλίου και της συγγραφικής πράξης, τόσο στην εγχώρια όσο και στη διεθνή αγορά, ανάμεσα στο κοινό συγγραφέων και αναγνωστών που εμμένει σ’ αυτό ως ζωτική ανάγκη.
Ξανά λαμπερή και φιλόξενη η Διεθνής Εκθεση Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη, 19η στη σειρά, για τέσσερις ημέρες έγινε ευχάριστο σημείο περιήγησης χιλιάδων αναγνωστών και σημείο αναφοράς μεταξύ των εμπλεκομένων με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με αυτό.
Συγγραφείς, εκδότες, κριτικοί, σχεδιαστές/επιμελητές, βιβλιοπώλες, ατζέντηδες, διακινητές, ήταν όλοι εκεί, χαμογελαστοί, διαχυτικοί και φιλοπερίεργοι, με την περιέργεια εκείνη που υποκινεί τη σκέψη και προκαλεί τη δράση.
Βοηθούσαν σ’ αυτό και οι πολλαπλές εκδηλώσεις – παρουσιάσεις – συζητήσεις που πραγματοποιούνταν παράλληλα, ομολογουμένως τόσο πλούσιες σε περιεχόμενο, που μόνο το πρόγραμμα στην ηλεκτρονική του μορφή άγγιζε τις 103 σελίδες και πολύ σωστά τυπώθηκε περιορισμένα.
Εμοιαζε σαν η συσσωρευμένη καταπίεση από την πανδημική ανθρωπόπαυση –ο όρος από ακαδημαϊκά χείλη κατά την παρουσίαση του χρηστικού λεξικού της νεοελληνικής γλώσσας– να βρήκε τη δημιουργική της εκτόνωση και τη χαρά της επανασύνδεσης, καλύπτοντας με υπερτροφή ένα παρατεταμένο διάστημα εξοντωτικής νηστείας.
Μέχρις εδώ καταγράφω αυτά για τα οποία οι διοργανωτές μπορούν να περηφανεύονται. Ομως οι απαιτήσεις του κόσμου των βιβλίων, οι δυσχέρειες των καιρών και η πολυπλοκότητα των θεμάτων που σχετίζονται με αυτό δεν επιτρέπουν να μείνουμε εδώ.
Πανηγυρικά απούσα από τη ΔΕΘ ήταν η εθνική πολιτική για τη στήριξη, προώθηση και διάθεση του ελληνικού βιβλίου και της συγγραφικής πράξης, τόσο στην εγχώρια όσο και στη διεθνή αγορά, ανάμεσα στο κοινό συγγραφέων και αναγνωστών που εμμένει σ’ αυτό ως ζωτική ανάγκη.
Η μετάβαση από την έντυπη στην ηλεκτρονική εποχή αντικειμενικά αφήνει το βιβλίο, όπως άλλωστε και τον Τύπο, περισσότερο από ποτέ ανυπεράσπιστα εκτεθειμένο στους κανόνες της αγοράς και στο ρεύμα της εποχής, που φυσικά επιλέγει την ευκολία του άνετα προσφερόμενου μέσου, εξοικονομώντας χρόνο και χρήμα.
Η κυριαρχία του υπολογιστή δεν συνεπάγεται και περιορισμό της αναγνωστικής επιθυμίας· μετατοπίζοντας ωστόσο την πράξη της ανάγνωσης στη χειρολαβή του κινητού και εντός αυτού εθιστικά σε κάθε τι σύντομο και εικονικά υποβοηθούμενο, επηρεάζει τις επιλογές και διαμορφώνει το νέο προφίλ του αναγνωστών, ιδιαίτερα μεταξύ των νεότερων ηλικιών.
Λιγότερο ή περισσότερο αρεστή είναι η πραγματικότητα και καθιστά επιτακτικά αναγκαία την έμπρακτη υπεράσπιση βιβλίου, συγγραφής και φιλαναγνωσίας, όχι τόσο ως εμμονή σ’ ένα εξιδανικευμένο παρελθόν, με δεδομένο ότι οι δείκτες γραμματοσύνης παγκοσμίως είναι ανεπιστρεπτί υψηλότεροι, όσο ως επικαιροποιημένη προσαρμογή στις συνθήκες της εποχής.
Με αυτά τα δεδομένα, ορισμένες επισημάνσεις από την εμπειρία της φετινής έκθεσης ίσως βοηθούν τον προβληματισμό γύρω από τη θέση του βιβλίου και την κίνηση της βιβλιαγοράς, που χρήζει διαρκούς αναθεώρησης και επανεκτίμησης.
1. Πλάι στους καταξιωμένους και μεγάλους εκδοτικούς οίκους, εντύπωση θετική προκαλούσε η πληθώρα νέων μικρών, περισσότερο ή λιγότερο γνωστών εκδοτικών εγχειρημάτων, ορισμένων άκρως ενδιαφερόντων.
Ωστόσο, η υπεραριθμία τους σε μια περιορισμένη αγορά όπως η ελληνική θέτει εύλογα το ερώτημα της οικονομικής επιβίωσης, λαμβανομένου υπόψη ότι ακόμη και το κόστος συμμετοχής στην έκθεση για πολλούς από αυτούς αποτελεί σοβαρή επιβάρυνση των προϋπολογισμών τους.
Ελλείψει μιας πολιτικής αξιολογικής αποτίμησης του έργου τους με αντικειμενικά κριτήρια, ώστε να λαμβάνουν ενισχύσεις με κρατικές ή άλλες επιχορηγήσεις, κατά κανόνα συντηρούνται από τις εκδόσεις επί πληρωμή.
Το vanity press, η μακρά παράδοση του οποίου συμβαίνει να ακολουθεί ακόμη και ξακουστούς συγγραφείς του παρελθόντος, χωρίς να είναι a priori καταδικαστέα, σήμερα, με την τεράστια διάδοση των πολυάριθμων σεμιναρίων δημιουργικής γραφής, άλλων λιγότερο και άλλων περισσότερο αξιόπιστων, τροφοδοτεί μετ’ επιτάσεως την εκφραστική ανάγκη των εκπαιδευόμενων και υπόσχεται ασφαλή δίοδο εκπλήρωσης του συγγραφικού ονείρου πολλών να δουν σύντομα το όνομά τους τυπωμένο έστω και εφήμερα στην προθήκη κάποιου βιβλιοπωλείου.
Ενα ιδιότυπο marketing μοιάζει να εξυπηρετεί ταυτοχρόνως κάθε εμπλεκόμενο, αλλά πολύ φοβάμαι ερήμην της εγκυρότητας της γραφής, με κριτήριο την οικονομική δυνατότητα που μπορεί να αφήνει εκτός αξιόλογα συγγραφικά ταλέντα, ιδιαίτερα μεταξύ των νεαρότερων ηλικιών.
2. Στην αντίπερα όχθη, οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι, δέσμιοι και αυτοί της ανάγκης για οικονομική αντοχή και ευρωστία σε περίοδο κρίσης, υποχρεώθηκαν πολύ γρήγορα –και επειδή διέθεταν τα μέσα– να προστρέξουν σαν ασφαλές καταφύγιο στην ισχύ της ηλεκτρονικής διαφήμισης, αναμορφώνοντας τα ταυτοτικά τους κριτήρια. Σε πρωτεύουσα θέση στις εκδοτικές προτιμήσεις τους βρίσκονται έργα ευπώλητα, κυρίως μεταφρασμένα ή απλώς εισαγόμενα, η διακίνηση των οποίων προωθείται συστηματικά μέσω παγκόσμιων πλατφορμών τύπου booktok, reels ή και jukebooks.
Χωρίς οι επιλογές αυτές να αποτελούν αντικείμενο κριτικής για πρόκληση αντιπαραθέσεων, ενισχύοντας αναγνωστικές μόδες, περιορίζουν εκ των πραγμάτων την εγχώρια βιβλιοπαραγωγή και αποδυναμώνουν τη διαμόρφωση με ποιοτικά κριτήρια του/της απαιτητικού/κής αναγνώστη/στριας. Δύσκολα θα τολμήσουν να επενδύσουν σε νέους, άγνωστους συγγραφείς ή στην επανέκδοση και προβολή κλασικών έργων της ελληνικής ή παγκόσμιας λογοτεχνίας και γραμματείας εν γένει.
3. Ενδεικτικό παράδειγμα επικράτησης της αγοράς και μετατόπισης προσανατολισμού στον εκδοτικό χώρο από την προαγωγή της κουλτούρας στην κατανάλωση ευπώλητων αποτέλεσε το περίπτερο της Αμερικής ως τιμώμενης χώρας.
Στις περίοπτες προθήκες του φιλοξενούνταν κατά κόρον βιβλία για παιδιά και κάθε τύπου περιεχομένου αυτοβελτίωσης, από διατροφή έως ευεξία και ψυχική ισορροπία, που ομολογουμένως, από την περίοδο του εγκλεισμού και εφεξής, ετέθη σε σοβαρότατη δοκιμασία.
Η τόσο πλούσια και σημαντική αμερικανική λογοτεχνία, μαζί και η ανθρωπιστική επιστήμη, βρέθηκαν καταφανώς παραμερισμένες σε μια εποχή που η επιδραστική δύναμη του πρωτοποριακού παραδείγματος είναι καθοριστικό ζητούμενο για την ανθρώπινη εξέλιξη.
4. Ορατές, τουλάχιστον διά γυμνού οφθαλμού, δεν ήταν πρωτοβουλίες προώθησης καταξιωμένων ελληνικών έργων στην παγκόσμια βιβλιαγορά, την ώρα που, αντιστρόφως, πλήθος ατζέντηδων κάθε γεωγραφικής προέλευσης αναζητούσε εκχώρηση ξένων εκδοτικών δικαιωμάτων, προσβλέποντας εμπορικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Ευάριθμοι Ελληνες συγγραφείς μπορούν να αποκτήσουν χρυσή visa και διαβατήριο εξόδου σε φίλιες χώρες, χωρίς την προβολή, υποστήριξη και υποβοήθηση/ενθάρρυνση της διπλωματίας του πολιτισμού, τόσο ευεργετικής εν γένει στις ευρύτερες διεθνείς μας σχέσεις.
Πέρα από απλές παρατηρήσεις μιας ανήσυχης περιηγήτριας που με συστολή μπορεί και να φέρει τον τίτλο της νέας συγγραφέως, εκείνο που έχει ενδιαφέρον να ακουστεί είναι ο απολογισμός και οι αξιολογήσεις της οργανωτικής επιτροπής και του Κέντρου Ελληνικού Πολιτισμού που φέρει την ευθύνη της διοργάνωσης.
Το υπουργεία Πολιτισμού και Παιδείας με τη σειρά τους, οι ενώσεις συγγραφέων και εκδοτών, τα δίκτυα των βιβλιοκριτών, βιβλιοπωλών και των πολυάριθμων βιβλιοθηκών και λεσχών ανάγνωσης μήπως πρέπει να εξετάσουν την ανάγκη ενός γόνιμου και άνευ καθυστερήσεων διαλόγου για την εκπόνηση μιας επικαιροποιημένης πολιτικής στήριξης του βιβλίου και καλλιέργειας της φιλαναγνωσίας, προστατευμένης από τους αδυσώπητους κανόνες της αγοράς, με την ανιδιοτέλεια φορέων όπως το ΕΚΕΒΙ, που θυσιάστηκε επ’ ονόματι της οικονομικής κρίσης;