6 Δεκεμβρίου, 2024

«Άιντε θύμα άιντε ψώνιο, άντε σύμβολο αιώνιο» – Το σατιρικό ποίημα «Η μπαλάντα του Κυρ Μέντιου» του Κώστα Βάρναλη που ερμήνευσε ο Νίκος Ξυλούρης

0

«Χάιντε θῦμα, χάιντε ψώνιο, χάιντε Σύμβολον αἰώνιο!» (όπως είναι το σωστό) είναι ένας στίχος δυνατός, σαν κραυγή για την φύση μας.

Πρόκειται για το σατιρικό ποίημα «Η μπαλάντα του Κυρ Μέντιου» του Κώστα Βάρναλη, που συμπεριλήφθηκε το 1956 στην ποιητική συλλογή «Τα Ποιητικά». Αποτελείται από 26 στροφές και 104 στίχους και μιλά για τον σκλαβωμένο άνθρωπο, παρομοιάζοντάς τον με τον κυρ Μέντιο, που στη λαϊκή μας παράδοση αποκαλείται το γαϊδούρι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το τραγούδι ο Κυρ-Μέντιος, που ερμηνεύει η Γεωργία Βασιλειάδου, στην ταινία ο «Θησαυρός του Μακαρίτη».

Το ποίημα είναι αλληγορικό και παραλληλίζει τον γάιδαρο με τον απλό άνθρωπο, τον άνθρωπο που παλεύει για να επιβιώσει, ο οποίος, όπως και ο γάιδαρος, δουλεύει συνέχεια για τα προς το ζην, χωρίς καν να έχει εξασφαλισμένα τα γεράματά του:

Γέρασα κι᾿ ὡς δὲ φελοῦσα
κι᾿ ἀχαΐρευτος κυλοῦσα,
μὲ πετάξανε μακριὰ
νὰ μὲ φᾶνε τὰ θεριά.

Ο γαϊδαρος με την υπομονή που κάνει στα βάσανα που υφίσταται αδιαμαρτύρητα, θυμίζουν τον Έλληνα, τον κάθε Έλληνα από παλιά μέχρι και σήμερα και όποιον άλλο αναγκάζεται να υπομένει δεινά και να σκύβει το κεφάλι στην εξουσία:

Καὶ στὸν πόλεμ᾿ «ὅλα γιὰ ὅλα»
κουβαλοῦσα πολυβόλα
νὰ σκοτώνωνται οἱ λαοὶ
γιὰ τ᾿ ἀφέντη τὸ φαΐ.
.

Στο ποίημα υπάρχει και το συναίσθημα της συμπόνιας καθώς παρατηρείται ο γάιδαρος να εργάζεται σκληρά σε όλη του ζωή χωρίς οίκτο από τους ανθρώπους, οι οποίοι τον κακομεταχειρίζονται κιόλας, έως και τα βαθιά του γεράματα:

-Δὲ βαστάω! Θὰ πέσω κάπου!
-Ντράπου! Τὶς προγόνοι ντράπου!
-Ἀντραλίζομαι!… Πεινῶ!…
-Σούτ! θὰ φᾶς στὸν οὐρανό!»

Η μοίρα του γαϊδάρου είναι συγγενής με τη μοίρα των ανθρώπων, οι οποίοι πολλές φορές έχουν τα ίδια συναισθήματα με αυτά του γαϊδάρου. Το ποίημα ξεκάθαρα συμβολίζει ότι κανείς πρέπει να αγωνιστεί για τα δικαιώματά του και ότι τίποτε δεν χαρίζεται άνευ αγώνων:

Μὴ χτυπᾷς τὸν ἀδερφό σου-
τὸν ἀφέντη τὸν κουφό σου!
Καὶ στὸν ἵδρο τὸ δικὸ
γίνε σὺ τ᾿ ἀφεντικό.

Στο τέλος του ποιήματος, ο ίδιος ο ποιητής δείχνει να ελπίζει. Ελπίζει ότι μπορεί να υπάρξει μια κοινωνία με δικαιοσύνη και ανθρωπιά. Παραπέμπει στις κομμουνιστικές χώρες, ξανά αλληγορικά:

Κοίτα! Οἱ ἄλλοι ἔχουν κινήσει
κι᾿ ἔχ᾿ ἡ πλάση κοκκινήσει
κι᾿ ἄλλος ἥλιος ἔχει βγῇ
σ᾿ ἄλλη θάλασσ᾿, ἄλλη γῆς

Το ποίημα, μελοποίησε ο Λουκάς Θάνος το 1974 και ερμήνευσε μοναδικά και λεβέντικα ο Νίκος Ξυλούρης, στον δίσκο του “Σάλπισμα”. Κατόπιν μελοποιήθηκε και από άλλους καλλιτέχνες, αλλά η ερμηνεία του Νίκου Ξυλούρη θεωρείται η καλύτερη και αυτή που άφησε ιστορία.

Η μελοποίηση του ποιήματος δεν περιέχει όλες τις στροφές, παρά μόνο 8:


1η (στροφή) Δὲ λυγᾶνε τὰ ξεράδια […] τῆς ζωῆς τὸ ρημαδιό!
2η (στροφή) Μεροδούλι, ξενοδούλι! […] καὶ μ᾿ ἀφήναν νηστικό.
4η (στροφή) Ἀνωχώρι, Κατωχώρι, […] ὥσπου μοῦ ῾βγαινε ἡ ψυχή.
5η (στροφή) Εἴκοσι χρονῶ γομάρι […] τοῦ χωριοῦ, τὴν ἐκκλησιά.
6η (στροφή) Καὶ ζευγάρι μὲ τὸ βόδι […] τ᾿ ἀφεντὸς τὰ στρέμματα.
7η (στροφή) Καὶ στὸν πόλεμ᾿ «ὅλα γιὰ ὅλα» […] γιὰ τ᾿ ἀφέντη τὸ φαΐ.
26η (στροφή) Κοίτα! Οἱ ἄλλοι ἔχουν κινήσει […] σ᾿ ἄλλη θάλασσ᾿, ἄλλη γῆς».
Ενώ το ρεφρέν του τραγουδιού είναι η 25η στροφή: Χάιντε θῦμα, χάιντε ψώνιο […] θά ῾ρτη ἀνάποδα ὁ ντουνιᾶς.

Ολόκληρο το ποίημα «Η μπαλάντα του Κυρ Μέντιου»

Δὲ λυγᾶνε τὰ ξεράδια
καὶ πονᾶνε τὰ ρημάδια!
Κούτσα μία καὶ κούτσα δυὸ
τῆς ζωῆς τὸ ρημαδιό!

Μεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν οὗλοι: ἀφέντες, δοῦλοι,
οὗλοι: δοῦλοι, ἀφεντικὸ
καὶ μ᾿ ἀφήναν νηστικό.

Τὰ παιδιά, τὰ καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στὴν παίδεια
μὲ κοτρόνια στὰ ψαχνά,
φοῦχτες μῦγα στ᾿ ἀχαμνά!

Ἀνωχώρι, Κατωχώρι,
ἀνηφόρι, κατηφόρι,
καὶ μὲ κάμα καὶ βροχή,
ὥσπου μοῦ ῾βγαινε ἡ ψυχή.

Εἴκοσι χρονῶ γομάρι
σήκωσα ὅλο τὸ νταμάρι
κι᾿ ἔχτισα, στὴν ἐμπασιὰ
τοῦ χωριοῦ, τὴν ἐκκλησιά.

Καὶ ζευγάρι μὲ τὸ βόδι
(ἄλλο μπόι κι᾿ ἄλλο πόδι)
ὄργωνα στὰ ρέματα
τ᾿ ἀφεντὸς τὰ στρέμματα.

Καὶ στὸν πόλεμ᾿ «ὅλα γιὰ ὅλα»
κουβαλοῦσα πολυβόλα
νὰ σκοτώνωνται οἱ λαοὶ
γιὰ τ᾿ ἀφέντη τὸ φαΐ.

Καὶ γι᾿ αὐτόνε τὸν ἐρίφη
ἐκουβάλησα τὴ νύφη
καὶ τὴν προῖκα της βουνό,
τὴν τιμή της οὐρανό!

Ἀλλὰ ἐμένα σὲ μία σφήνα
μ᾿ ἔδεναν τὸ Μάη τὸ μήνα
στὸ χωράφι τὸ γυμνὸ
νὰ γκαρίζω, νὰ θρηνῶ.

Κι᾿ ὁ παπὰς μὲ τὴν κοιλιά του
μ᾿ ἔπαιρνε γιὰ τὴ δουλειά του
καὶ μοῦ μίλαε κουνιστός:
«Σὲ καβάλησε ὁ Χριστός!

Δούλευε γιὰ νὰ στουμπώσει
ὅλ᾿ ἡ Χώρα κι᾿ οἱ καμπόσοι.
Μὴ ρωτᾷς τὸ πῶς καὶ τί,
νὰ ζητᾷς τὴν ἀρετή!

-Δὲ βαστάω! Θὰ πέσω κάπου!
-Ντράπου! Τὶς προγόνοι ντράπου!
-Ἀντραλίζομαι!… Πεινῶ!…
-Σούτ! θὰ φᾶς στὸν οὐρανό!»

Κι᾿ ἔλεα: ὅταν μίαν ἡμέρα
παρασφίξουνε τὰ γέρα,
θὰ ξεκουραστῶ κι᾿ ἐγώ,
τοῦ θεοῦ τ᾿ ἀβασταγό!

Κι᾿ ὅταν ἕνα καλὸ βράδυ
θὰ τελειώσει μου τὸ λάδι
κι᾿ ἀμολήσω τὴν πνοὴ
(ἕνα ποὺφ εἶν᾿ ἡ ζωή),

Ἡ ψυχή μου θὲ νὰ δράμῃ
στὴ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τ᾿ Ἀβράμη,
τ᾿ ἄσπρα, τ᾿ ἀχερένια του
νὰ φιλάει τὰ γένια του!

Γέρασα κι᾿ ὡς δὲ φελοῦσα
κι᾿ ἀχαΐρευτος κυλοῦσα,
μὲ πετάξανε μακριὰ
νὰ μὲ φᾶνε τὰ θεριά.

Κωλοσούρθηκα καὶ βρίσκω
στὴ σπηλιὰ τὸν Ἅη-Φραγκίσκο:
«Χαῖρε φῶς ἀληθινὸν
καὶ προστάτη τῶν κτηνῶν!

Σῶσε τὸ γέρο κυρ Μέντη
ἀπ᾿ τὴν ἀδικιὰ τ᾿ ἀφέντη,
σὺ ποὺ δίδαξες ἀρνὶ
τὸν κυρ λύκο νὰ γενῇ!

Τὸ σκληρὸν ἀφέντη κᾶνε
ἀπὸ λύκο ἄνθρωπο κᾶνε!…»
Μὰ μὲ τὴν κουβέντα αὐτὴ
πόρτα μοῦ ῾κλεισε κι᾿ αὐτί.

Τότενες τὸ μαῦρο φίδι
τὸ διπλό του τὸ γλωσσίδι
πίσω ἀπὸ τὴν ἀστοιβιὰ
βγάζει καὶ κουνάει μὲ βιά:

«Φῶς ζητᾶνε τὰ χαϊβάνια
κι᾿ οἱ ραγιάδες ἀπ᾿ τὰ οὐράνια,
μὰ θεοὶ κι᾿ ὀξαποδῶ
κεῖ δὲν εἶναι παρὰ δῶ.

Ἂν τὸ δίκιο θές, καλέ μου,
μὲ τὸ δίκιο τοῦ πολέμου
θὰ τὸ βρῇς. Ὅπου ποθεῖ
λευτεριά, παίρνει σπαθί.

Μὴ χτυπᾷς τὸν ἀδερφό σου-
τὸν ἀφέντη τὸν κουφό σου!
Καὶ στὸν ἵδρο τὸ δικὸ
γίνε σὺ τ᾿ ἀφεντικό.

Χάιντε θῦμα, χάιντε ψώνιο
χάιντε Σύμβολον αἰώνιο!
Ἂν ξυπνήσεις, μονομιᾶς
θά ῾ρτη ἀνάποδα ὁ ντουνιᾶς.

Κοίτα! Οἱ ἄλλοι ἔχουν κινήσει
κι᾿ ἔχ᾿ ἡ πλάση κοκκινήσει
κι᾿ ἄλλος ἥλιος ἔχει βγῇ
σ᾿ ἄλλη θάλασσ᾿, ἄλλη γῆς».

About Author

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *