ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΠΑΛΙ ΣΥΡΙΖΑ;
Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί εναλλακτική επιλογή για το σύστημα. Γιατί μόνο αυτόν πολεμάνε.
Να εμπιστευόμαστε και το ταξικό ένστικτο του αντιπάλου μας.
Και να ψηφίζουμε. Γιατί η συμμετοχή είναι πεσμένη και ψηφίζουν κυρίως μεγάλοι.
Χαμένη ψήφος, έτσι γενικώς, είναι μόνο η ψήφος που δεν πέφτει ποτέ στην κάλπη, η ψήφος της αποχής. Από εκεί και πέρα:
Ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 αποφάσισε να βάλει τα χέρια πάνω στον τόρνο της ιστορίας. Να μην περιμένει να ωριμάσουν οι συνθήκες, να επέμβει εκείνη τη στιγμή που του δόθηκε η ευκαιρία για να σώσει όσους ανθρώπους μπορούσε. Και για να πάρει την ευκαιρία να οικοδομήσει αλλιώς την ελληνική κοινωνία.
Όταν η διαπραγμάτευση βρήκε βράχο, έκανε το Δημοψήφισμα. Η λογική ήταν απλή: «Για να δούμε ρε κερατάδες. Εκβιάζετε έναν προωθυπουργό. Εκβιάζετε μια κυβέρνηση. Θα εκβιάσετε κι έναν ολόκληρο λαό;». Και τον εκβίασαν. Με το μεγαλειώδες «ΟΧΙ» στις αποσκευές του ο Τσίπρας πήγε στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές. Κι εκεί του είπαν «Καλά τα λες κι εσύ κι ο λαός σου, αλλά εμάς δεν μας νοιάζει. Αν δεν υπογράψεις, αύριο σταματάμε να ανακεφαλαιοποιούμε τις τράπεζες σου. Δηλαδή, δεν θα έχεις καθόλου τράπεζες. Δεν θα έχεις οικονομία. Δεν θα έχεις χώρα». Η απάντηση του Βαρουφάκη, όταν λίγο πριν το Δημοψήφισμα είχαν επαναληφθεί οι ίδιες απειλές, ήταν «Οι δανειστές μπλοφάρουν, δεν θα τολμήσουν να μας πετάξουν έξω, θα τους στοιχίσει πολύ. Ας το ρισκάρουμε!». Και ο Βαρουφάκης ήξερε καλά πως όταν είχε πει στον Σόιμπλε ότι αν μας πετάξουν εκτός ευρώ θα τους στοιχίσει πάρα πολύ οικονομικά, κάποια τρις ευρώ, ο Σόιμπλε είχε απαντήσει: «Ναι. Θα μας κοστίσει πολλά. Αλλά θα τα ξαναβγάλουμε». Το οικονομικό κόστος οι νεοφιλελεύθερες ελίτ μπορούσαν να το σηκώσουν. Το πολιτικό θα ήταν αδύνατο. Αν εκείνη τη στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδιζε στη διαπραγμάτευση, σε έξι μήνες δεν θα είχε μείνει ευρωπαϊκή κυβέρνηση στη θέση της. Όλη η Ευρώπη θα είχε γεμίσει από διάφορους ΣΥΡΙΖες.
Ο Βαρουφάκης, παρόλα αυτά, επέμενε να το ρισκάρουμε. Ο Τσίπρας αρνήθηκε. «Δεν μπορώ να ρισκάρω με τις ζωές του κόσμου». Η αυτόματη ερώτηση που έρχεται στο στόμα πολλών είναι «Μα καλά, κι εσείς δεν το ξέρατε ότι θα σας εκβίαζαν; Γιατί κάνατε τότε το Δημοψήφισμα; Γιατί μας απογοητεύσατε;». Η αντανακλαστική απάντηση είναι ότι αν δεν έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ το Δημοψήφισμα, σήμερα όλοι θα λέγανε «Μα γιατί δεν κάνατε τότε ένα Δημοψήφισμα, να μιλούσαμε εμείς, ο λαός, να βλέπαμε, τι θα έκαναν τότε, θα μας εκβίαζαν κι εμάς;». Η άλλη απάντηση έχει ήδη δοθεί. Έπρεπε ο ΣΥΡΙΖΑ να κυνηγήσει τις πιθανότητες.
Σε κάθε περίπτωση, κερδίσαμε τουλάχιστον σημαντικές βελτιώσεις και μία συμφωνία η οποία ρητώς προέβλεπε ρύθμιση χρέους. Κάτι που δεν προέβλεπε η πρόταση που απορρίφθηκε με το Δημοψήφισμα. Γιατί είναι αυτό σημαντικό για τις ζωές μας; Επειδή αν το χρέος έμενε αρρύθμιστο, δεν θα είχαμε χαμηλά επιτόκια δανεισμού. Άρα, δεν θα μπορούσαμε να δανειστούμε από τις περίφημες αγορές. Άρα, θα πηγαίναμε και πάλι στους δανειστές. Και αυτοί θα μας έδιναν πάλι λεφτά με αντάλλαγμα μέτρα. Άρα, θα έπρεπε να έχουμε κάνει κι άλλες περικοπές και να βάλουμε πολύ περισσότερους φόρους. Και δεν θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να βάλουμε 2,5 εκατομμύρια ανασφάλιστους συμπολίτες μας στο σύστημα υγείας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνησε τέσσερα χρόνια με τα χέρια δεμένα. Είχε πολλές επιτυχίες. Αλλά σε σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού αυτές οι επιτυχίες δεν επηρέασαν ορατά την καθημερινότητά τους. Ο κόσμος περιμένει να του κάνεις τη ζωή καλύτερη, πολύ καλύτερη. Όχι λίγο καλύτερη. Όχι να του διασφαλίσεις πως δεν θα γίνει χειρότερη. Τα δίχτυα ασφαλείας που έβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ για τους πιο αδύναμους, πολλούς τους άφησαν αδιάφορους. Και πολλούς που τους αφορούσαν δεν τους έφτασαν. Η Επιθεώρηση Εργασίας ήταν μια εντελώς άλλη φάση επί ΣΥΡΙΖΑ, με τα τεράστια πρόστιμα στις τράπεζες για απλήρωτες υπερωρίες που στο τέλος έκαναν τους διευθυντές να διώχνουν τους υπαλλήλους τους πριν τελειώσουν τα ωράριά τους. Αλλά δεν μπορούσε να φτάσει παντού. Γιατί δεν είχε υπαλλήλους. Και δεν μπορούσε να προσλάβει όσο ήμασταν στα μνημόνια.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε, αφού έβγαλε τη χώρα από τη διαδικασία των μνημονίων τον Αύγουστο του 2018, να έχει άλλη μία ευκαιρία να κυβερνήσει με τα χέρια λυμένα. Να βγάλει τη χώρα και από την εποχή των μνημονίων. Και να αρχίσει ένα μεγάλο έργο, να χτίζει μια χώρα αλλιώς, μια χώρα στην οποία θα ήθελες να ζεις, μια κανονική χώρα. Δεν βγήκε. Και στην κυβερνητική τετραετία Μητσοτάκη, ο μιντιακός πόλεμος, τα γεμάτα ταμεία που βρήκε ο Μητσοτάκης κι έκανε τη Θεία απ΄το Σικάγο και τα λάθη αντισυνεκτικότητας του ΣΥΡΙΖΑ, τον έκαναν να πέσει κι άλλο.
Και τώρα; Τώρα υπάρχει ένα δεδομένο. Αν τα τέρατα που έκανε η ΝΔ τα είχε κάνει επί παλιού δικομματισμού, όλα θα ήταν αλλιώς. Τα ΜΜΕ του ΠΑΣΟΚ θα είχαν εξαγριώσει τον κόσμο, η ΝΔ θα είχε απαξιωθεί και το ίδιο το σύστημα στο τέλος θα έλεγε στον Μητσοτάκη «Απαξιώθηκες, δεν μπορείς να κάνεις αυτά που θέλουμε χωρίς κοινωνικές αντιδράσεις, άντε, φύγε, να έρθει το ΠΑΣΟΚ, να αλλάξει λίγο το κλίμα, για να τα κάνει αυτό». Σήμερα αυτό δεν γίνεται. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί εναλλακτική για το σύστημα. Γιατί το σύστημα είναι βρώμικο και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι καθαρός. Γιατί κανείς δεν τον έχει στο χέρι. Γιατί τους πήγε κόντρα όσο πιο πολύ μπορούσε. Κι αυτό το ξέρουν. Και για εμάς το ότι είναι όλοι εναντίον μας, είναι τίτλος τιμής. Αν υπάρχει λοιπόν μία πολιτική δύναμη που μπορεί να κρατήσει ζωντανή την ελπίδα του να χτιστεί αλλιώς αυτή η χώρα, είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα κάνει μετά τις εκλογές όλες τις απαραίτητες αλλαγές. Σε θέσεις, ύφος, προτεραιότητες, τακτικές. Και βεβαίως σε πρόσωπα. Αλλά για να έχουν νόημα όλες αυτές οι αλλαγές, πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να σταθεί όρθιος. Να παραμείνει το πεδίο αντίστασης. Να μην ανοίξει ο δρόμος σε μια άλλη αντιπολίτευση που απλώς θα συζητάει «με ποιους όρους» θα αναθεωρηθεί το άρθρο 16, «με ποιους όρους» θα ιδιωτικοποιηθεί η υγεία, «με ποιους όρους» θα ελαστικοποιείται η εργασία, «με ποιους όρους» θα εμπορευματοποιείται το περιβάλλον. Αυτό είναι το ΠΑΣΟΚ. Και στο ΠΑΣΟΚ θα ανοίξει ο δρόμος αν πέσει ο ΣΥΡΙΖΑ, σε κανέναν άλλο. Κι αν γίνει αυτό, τότε απλούστατα θα πάνε χαμένα όλα αυτά για τα οποία αγωνιστήκαμε στους δρόμους και οπουδήποτε αλλού, από το 2010 μέχρι σήμερα. Όχι ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο κόσμος. Όλοι και όλες μας.
Αυτά.